Βαλτέτσι – Δερβενάκια ̏όταν ο Θεός έβαλε την υπογραφή τουˮ

Βαλτέτσι – Δερβενάκια 

” όταν ο Θεός έβαλε την υπογραφή τουˮ      

Γράφει ο ΛΑΛΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, ΑΡΧΙΚΕΛΕΥΣΤΗΣ Λ.Σ.

ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

            Ελάχιστες ώρες έχουν απομείνει για να ξημερώσει η μέρα η ποθούμενη, η άγια μέρα της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας. Στις επόμενες γραμμές που θα ακολουθήσουν θα γίνουμε ξανά μάρτυρες των δύο πιο κρίσιμων στιγμών της Ελληνικής Επανάστασης. Ήταν οι στιγμές που αν οι πρόγονοί μας είχαν  λυγίσει έστω και για λίγο, τότε σήμερα πιθανότατα να είχαμε άλλη πίστη και άλλη γλώσσα και όλα αυτά να είχαν σβηστεί από τη μνήμη μας. Κλείνω τα μάτια μου, ακούω τους άγριους αλαλαγμούς της μάχης, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων που ξεχύνονται αφηνιασμένα στο ραντεβού με την ιστορία, βλέπω και νιώθω τα δάκρυα της νίκης και σας παίρνω από το χέρι να σταθούμε μαζί στο παραθύρι της μαγικής μηχανής του χρόνου, με θέα το  ηρωικό Βαλτέτσι και τα Δερβενάκια, εκεί δηλαδή που ο Θεός υπέγραψε την Ελευθερία μας, 200 χρόνια πριν. 

            Ήταν αρχές του 1821, όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης άφηνε τη Ζάκυνθο και πατούσε το πόδι του στην Πελοπόννησο, για να ξεσηκώσει το υπόδουλο Γένος. Το νέο της άφιξής του, ταξίδεψε γρήγορα σε ολάκαιρο το Μοριά. Στις 22 του Μάρτη, ο Κολοκοτρώνης, μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Παπαφλέσσα και τον Νικηταρά, μπαίνουν θριαμβευτές στην Καλαμάτα και ελευθερώνουν την πόλη, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Στην Καλαμάτα, στις 23 Μαρτίου του 1821, κηρύσσεται επίσημα η Ελληνική Επανάσταση και οι τουρκικές φρουρές μαζί με τα γυναικόπαιδα κλείνονται στα κάστρα του Μοριά, για να σωθούν από την καταιγίδα που πρόκειται να ξεσπάσει. Σύννεφο μαύρο γίνεται η οργή των καταπιεσμένων ραγιάδων, που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια των Τούρκων, κάθε φορά που σηκώνουν το κεφάλι τους να αντικρίσουν τον ουρανό, μέσα από τα κάστρα της Πελοποννήσου, στα οποία είχαν ταμπουρωθεί.

Ο Θοδωρής όμως δεν επαναπαύεται στα γλέντια της Καλαμάτας. Γνωρίζει ότι πρέπει να κινηθεί γρήγορα προς την Αρκαδία και την Τριπολιτσά, το διοικητικό κέντρο των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Στην Καρύταινα, οι επαναστάτες θα στήσουν το πρώτο τους στρατόπεδο, για να πολιορκήσουν το στρατηγικής σημασίας κάστρο του χωριού. Οι Τούρκοι που έχουν ταμπουρωθεί μέσα, στέλνουν αγγελιαφόρο στην Τρίπολη για να ζητήσουν βοήθεια. Ο Κολοκοτρώνης, συμβουλεύει τους οπλαρχηγούς, να πιάσουν όλα τα περάσματα προς την Καρύταινα και με τακτικές ανορθόδοξου πολέμου, να αναχαιτίσουν οποιαδήποτε ενίσχυση φτάσει από την Τρίπολη. Οι οπλαρχηγοί όμως, δεν τον ακούνε και επιλέγουν να δώσουν μάχη εκ του συστάδην με τα στρατεύματα των Τούρκων, που έρχονταν από την Τρίπολη. Η επιλογή αυτή κρίθηκε ολέθρια για τους επαναστάτες καθώς οι Τούρκοι της Τρίπολης τους τσάκισαν…

            Η αποτυχία της Καρύταινας έκαμψε το ηθικό των επαναστατών. Οι οπλαρχηγοί κατάλαβαν ότι ο εγωισμός τους ήταν κακός σύμβουλος και έτσι συσπειρώθηκαν γύρω από τον εμπειροπόλεμο και πολυμήχανο Κολοκοτρώνη. Ο Θόδωρος εμάζωξε εκ νέου τους επαναστάτες στο Βαλτέτσι, λίγο έξω από την Τρίπολη και ξεκινά την στρατιωτική τους εκπαίδευση. Τους χωρίζει σε λόχους και τους μαθαίνει τακτικές πολέμου, που είχε διδαχθεί από τους Ρώσους και τους Άγγλους στη Ζάκυνθο. Ελάχιστοι όμως από τους επαναστάτες είχαν άρματα. Φτωχοί και πεινασμένοι κτηνοτρόφοι και αγρότες ήταν το πρώτο μας ένδοξό στράτευμα. Τσουγκράνες, δρεπάνια και παλιοσίδερα είχαν για όπλα.

            Οι μέρες όμως περνούσαν και σύντομα θα ερχόταν πάλι ο στρατός των Τούρκων από την Τρίπολη, για να αφανίσει τους επαναστατημένους ραγιάδες. Δεν υπήρχαν περιθώρια άλλης ήττας. Αν οι Τούρκοι τους σφάξουν στο Βαλτέτσι, τότε αυτό θα είναι και το τέλος του ονείρου. Ο Κολοκοτρώνης γρήγορα οργανώνει την άμυνα του Βαλτετσίου, βάζει τους στρατιώτες του να φτιάξουν ταμπούρια. Τρία οχυρά στήνουνε έξω από το χωριό, για να φυλάνε όλα τα περάσματα και ανάλογα με το που θα χτυπήσουν οι Τούρκοι θα κινηθούν και οι επαναστάτες. Τα οχυρά επικοινωνούν με τις γνωστές από την αρχαιότητα φρυκτωρίες (= σήματα με καπνό την ημέρα και με φωτιά τη νύχτα).

Καπνός μαύρος σηκώθηκε το ξημέρωμα της 12ης Μαΐου του 1821 από την Άνω Χρέπα, για να σημάνει στους επαναστάτες του Βαλτετσίου, ότι πλησιάζουν οι Τούρκοι με ισχυρές δυνάμεις ιππικού και πεζικού, για να χτυπήσουν το χωριό και να κατασφάξουν τους Έλληνες. Οι επαναστάτες στα οχυρά έξω από το Βαλτέτσι, έπρεπε να αφήσουν τις θέσεις τους και να κινηθούν γρήγορα προς το χωριό, ώστε να ενισχύσουν την εκεί άμυνα που θα δεχόταν όλο το βάρος της επίθεσης. Στο ταμπούρι του Βαλτετσίου ξεκινά άγριο φονικό. Ο οπλαρχηγός  Μητροπέτροβας σε ηλικία 76 χρονών εκείνη τη μέρα, στέκεται ατρόμητος στο ταμπούρι του με τα παλικάρια του και παλεύει ακούραστος ενάντια στο κύριο κύμα της επίθεσης των Τούρκων. Όσο πλησιάζουν οι υπόλοιποι επαναστάτες στο μέρος του προς ενίσχυση, μια στεντόρεια φωνή σκίζει τον αέρα και καλύπτει τις ιαχές της μάχης : «βάστα γερο-Πέτροβαααα, είμαστε εδωωώ ». Ήταν ο Κολοκοτρώνης με 800 παλικάρια που έσπευσαν να στηρίξουν το κεντρικό ταμπούρι του Βαλτετσίου, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Η μάχη ήταν λυσσαλέα και αμφίρροπη, πότε παίρνανε κεφάλι οι Τούρκοι, πότε οι Έλληνες, μέχρι που κατέφτασε και ο Πλαπούτας με τους άντρες του και εκεί κρίθηκε η πρώτη σπουδαία μεγάλη νίκη. Φαλάγγι τους πήρανε τους Τούρκους μέχρι την Τρίπολη…

Η νίκη στο Βαλτέτσι ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών έναντι οργανωμένου στρατού. Έδωσε αυτοπεποίθηση και πολύτιμο ηθικό για τη συνέχιση του αγώνα και την νικηφόρα πολιορκία της Τρίπολης. Στο Βαλτέτσι, γεννήθηκε η ομοψυχία των Ελλήνων και έλαμψε η αξία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Οι επαναστάτες κέρδισαν τα πρώτα τους πολύτιμα λάφυρα και όπλα, που πέταγαν πίσω τους οι Τούρκοι, ενώ τρέπονταν σε άτακτη φυγή.  Αν είχαμε χάσει στο Βαλτέτσι, θα είχαμε χάσει και την Επανάσταση, γιατί η Υψηλή Πύλη είχε αποφασίσει ήδη να κατασφάξει την Πελοπόννησο και να  στείλει Τούρκους της Μικράς Ασίας να εποικίσουν ολάκαιρο τον Μοριά.

ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ – Η ΝΙΛΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ…

            Μετά τη μάχη στο Βαλτέτσι και την άλωση της Τρίπολης, η Επανάσταση είχε εδραιωθεί για τα καλά στην Πελοπόννησο. Τα κάστρα των Τούρκων έπεφταν το ένα μετά το άλλο, ακόμα και τα πιο δύσκολα, όπως το κάστρο της Ακροκορίνθου. Είχε δημιουργηθεί παράλληλα η επαναστατική κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου. Ο εγωισμός όμως και η διχόνοια, άρχισε σιγά-σιγά να έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Από τη μία οι στρατιωτικοί και από την άλλη η πολιτική ηγεσία. Οι επαναστάτες μάλωναν για τα λάφυρα και τα αξιώματα και για το ποιός θα γίνει αρχιστράτηγος (χαρακτηριστικό γνώρισμα της φυλής μας μέχρι σήμερα, πώς είναι δυνατόν άραγε να μην είμαστε τα τρισέγγονα αυτής της ράτσας;). Ο Κολοκοτρώνης απομονώνεται και η Επανάσταση κινδυνεύει να χαθεί από τον κακό μας εαυτό.

            Στις αρχές του Ιουλίου του 1822, κακά μαντάτα φτάνουν στο Μοριά και στις τάξεις των επαναστατών. Ο Μαχμούτ Πασάς της Δράμας, ο γνωστός Δράμαλης, με 30.000 στρατιώτες, πέρασε τον Ισθμό και ανενόχλητος κατέλαβε την Κόρινθο. Κανείς δεν τόλμησε να αντισταθεί μπροστά στη θέα του μεγαλύτερου στρατού που πάτησε ποτέ στην Πελοπόννησο. Τρόμος και πανικός κυρίευσε τους οπλαρχηγούς και την πολιτική ηγεσία, η οποία πέταξε λευκή πετσέτα και εξαφανίστηκε.

            Ο Δράμαλης   ̏μυρίζονταςˮ τον πανικό των Ελλήνων και στηριζόμενος στον όγκο του δυσκίνητου στρατού του, πιστεύει ότι το να πνίξει την επανάσταση είναι ζήτημα ημερών. Μη έχοντας μεγάλη εμπειρία και αγνοώντας την ιδιαίτερη γεωμορφολογία της Πελοποννήσου, αποφασίζει να παρακάμψει τις οδηγίες των συμβούλων του και να κινηθεί Νότια προς το Άργος. Οι έμπειροι σύμβουλοί του, τόνιζαν ότι ο στρατός έπρεπε να παραμείνει στην Κόρινθο, ώστε να εξασφαλιστεί ο ανεφοδιασμός τους. Έπειτα θα ήταν εύκολο οι 30.000  να χωριστούν σε τρία στρατεύματα, τα οποία θα κινούνταν προς την Τρίπολη, καίγοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Μάταια όμως, η υπεροψία του Δράμαλη, τον οδηγούσε στην αποτυχία πριν καν ξεκινήσει.

            Η ανύπαρκτη πολιτική ηγεσία αναθέτει στον Κολοκοτρώνη την αρχιστρατηγία, για να σταματήσει το Δράμαλη. Ο Θεόδωρος ψύχραιμος όπως πάντα, δέχεται και ξεκινά να καταστρώνει το σχέδιό του. Στέλνει μαντατοφόρους σε όλες τις πόλεις και τα χωριά του Μοριά να στρατολογήσει κόσμο. Παράλληλα, στέλνει δικούς του ανθρώπους να κλείσουν τις πηγές νερού και να κάψουν τα πάντα μέχρι το Άργος, ώστε να μη βρουν οι Τούρκοι ούτε ένα σπυρί σιταριού στην πορεία τους. Καμένη γη και λειψυδρία αντιμετωπίζουν οι Τούρκοι στη διαδρομή τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Τούρκοι θα πάρουν  με καθυστέρηση το Άργος. Κάπου εκεί, θα καταλάβουν ότι δε γίνεται αυτός ο τεράστιος στρατός να συνεχίσει χωρίς φαγητό και νερό. Έπρεπε να γυρίσουν πίσω στην Κόρινθο. Πράγματι, ο Δράμαλης ξεκινά με έναν ταλαιπωρημένο στρατό να επιστρέψει στη βάση του. Ο δρόμος της επιστροφής όμως, περνάει από τα Δερβενάκια, ένα στενό και δύσβατο φαράγγι.

            Ο Κολοκοτρώνης σαν τον γύπα της ερήμου, έχει διαβάσει και ψυχολογήσει καλά το θήραμά του και το περιμένει να το βρει μπόσικο, για να το κατασπαράξει. Διατάζει τους άντρες του να στήσουν αμέσως ταμπούρια κατά μήκος των στενών στα Δερβενάκια και να περιμένουν το σήμα του για το μεγάλο γιουρούσι. Τους λέει να παραμείνουν σκυφτοί και απαρατήρητοι στα ταμπούρια τους, μέχρι το φαράγγι να πήξει από την τουρκο-αρβανιτιά και μόλις πέσει η πρώτη τουφεκιά, αλίμονο σε αυτόν που θα βρεθεί αφύλαχτος.

            Το πρωινό της 26ης Ιουλίου του 1822, ο στρατός του Δράμαλη, μπαίνει στα Δερβενάκια. Τα στενά γεμίζουν από κόσμο, ζώα και άμαξες, που κινούνται σαν ζωντανοί – νεκροί από την ταλαιπωρία. Όταν γέμισε για τα καλά το φαράγγι, έπεσε η πρώτη τουφεκιά και στέναξαν τα γιαταγάνια. Τρία σπαθιά έσπασε ο Νικηταράς Σταματελόπουλος πάνω στα κορμιά του επίδοξου δυνάστη. Κι όταν τέλειωσε η μάχη το βράδυ, οι σύντροφοι του Νικηταρά, πάλευαν να του βγάλουν το σπαθί από το χέρι, καθώς είχε πάθει αγκύλωση τόσες ώρες η παλάμη και ο καρπός του και δεν έβγαινε με τίποτα.

            Την επόμενη μέρα στις 27 Ιουλίου, το φαράγγι είχε πήξει από πτώματα και το υπόλοιπο στράτευμα του Δράμαλη που είχε μείνει έξω, αναγκάστηκε να κινηθεί ανατολικότερα, για να βρει το πέρασμα από το Αγιονόρι. Εκεί κρίθηκε και η τελική έκβαση της μάχης. Στην αρχή οι Τούρκοι φαινόταν ότι κέρδιζαν. Όμως ένα αναπάντεχο περιστατικό, άλλαξε τη ροή της μάχης. Κάποιο βόλι, βρήκε τυχαία ένα κιβώτιο, που κουβαλούσε μια καμήλα των Τούρκων. Ο φόρτος της καμήλας ήταν μπαρούτι. Ακολούθησε μεγάλη έκρηξη και κομματιάστηκαν πολλοί Τούρκοι, που ήταν στο σημείο. Κάπου εκεί όλα ανατράπηκαν. Μέχρι τη νύχτα εκείνης της ημέρας, οι Έλληνες εκδικούνταν για όλα τα δεινά τετρακοσίων χρόνων σκλαβιάς. Εκεί στα Δερβενάκια και το Αγιονόρι, κρίθηκε η τύχη της Επανάστασης και του Γένους ολάκαιρου. Χάρη στο Θεόδωρο, γλιτώσαμε τον γενικό αφανισμό. Όσοι Τούρκοι απέμειναν, τράπηκαν ατάκτως σε φυγή. Ο Δράμαλης δεν κατάφερε ποτέ να ανασυνταχτεί για εκδίκηση. Πέθανε τρεις μήνες αργότερα βαριά άρρωστος και απογοητευμένος. 

 …Το παραθύρι που σταθήκαμε για λίγο θεατές σε αυτές τις φοβερές στιγμές του Γένους μας, άρχισε αργά-αργά να κλείνει. Οι ήχοι της μάχης, η αγωνία, οι ερεθισμένες αισθήσεις και τα ένστικτα της αδήριτης ανάγκης για μία ανάσα επιβίωσης, για μια γουλιά από το αθάνατο κρασί του ΄21, αρχίζουν να θαμπώνουν και να απομακρύνονται. Το παρόν που μας καλεί να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα του σήμερα, μοιάζει θεωρητικά ασφαλές. Ή μήπως όχι; Υπερχρεώθηκε το κράτος σε ξένους και ξέχασε το χρέος του σε αυτούς που το εκάμαν κράτος. Ο σύγχρονος σουλτάνος και ο νέο –οθωμανισμός, μας περιτριγυρίζουν και η Ρωμιοσύνη δεν ησυχάζει, ώστε να απολαύσει την πρόοδο και την ειρήνη. Τούτη την ώρα περιμένουμε έναν σύγχρονο Θεόδωρο, να μας ψυχώσει, να μας πεισμώσει και να μας οδηγήσει εάν χρειαστεί, στο νέο Βαλτέτσι και στα νέα Δερβενάκια που η μοίρα μας θα ορίσει. Χρόνια πολλά Έλληνες, πείτε την ιστορία αυτή σαν παραμύθι απόψε στα παιδιά σας και το πρωί κρατείστε ψηλά τα λάβαρα και τις σημαίες μας. Ζήτω η 25η Μαρτίου!!!