Ποιητές του Λιμενικού Σώματος που έφυγαν απο τη ζωή

ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΛΙΜΕΝΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

ENOTHTA   A΄.

ποιητές Λιμενικού Σώματος που έφυγαν από τη ζωή

POIHTES  L.S.  1

 

 Επιμέλεια Υποναυάρχου Λ.Σ. (εα) Κώστα Μιχ. Σταμάτη

 ΕΝΟΤΗΤΑ  Α΄

ΠΟΙΗΤΕΣ, ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ ΑΠΌ ΤΗ ΖΩΗ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ε. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Δε θέλω η ανάμνηση,

που κάποτε αφήνει

το πέρασμά μου όταν περνώ,

νά’ χει καημό και πόνο!

Σαν το αυλάκι καραβιού

με τον αφρό να σβήνει…

σιγά, σιγά και όμορφα!

Τόσο με φτάνει μόνο!

Μα ‘γω ωσάν τη μέλισσα

μες στους ανθούς, γυρνώντας,

κάποια σταλιά απ’ το μέλι τους

αν τύχει και βυζάξω,

σαν σε κυψέλη ολόκλειστη

μες στην καρδιά, σφαλώντας

για πάντα την ανάμνηση

γλυκά θε να φυλάξω!

(Από το αφήγημα «… Σαλόνι του Φαλήρου»).

 

ΝΙΚΟΣ ΖΟΥΡΤΑΚΗΣ

 ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Αδέλφια, τ’ άυλο, τ’ άφταστο πλατύ τό’ νιωθα εντός μου

κι ήταν, σαν άστρο αθώρητο, που η φωτερή του αχτίδα

τ’ αγέρωχο έσερνε του νού σ’ ενός καινούργιου κόσμου

τα σύνορα, που φλόγιζαν την πιο πλατιά μου ελπίδα.

Μα τώρα, που ήρθε απρόσμενα το ρίγος του χειμώνα

κι ανάφτηκε στο πλάι μου το φτωχικό καντήλι,

– σύμβολο, που είναι του χαμού και του θανάτου εικόνα –

τώρα, που σβηέται η χαραυγή κι έρχεται αργά το δείλι…

Χίμαιρα τ’ άυλο, τ’ άφταστο! Θολή του νού μου αχτίδα,

που σβήστηκε και χάθηκε… Στο σύνορο του κόσμου

τώρα του νού μου είδωλο και της ψυχής μου ελπίδα

είν’ η αγάπη στη Ζωή, που τρεμοσβήνει εντός μου

(Από τη συλλογή «Ίμεροι», 1943).

 

ΣΠΥΡΟΣ ΙΩΝΑΣ

 ΛΙΟΓΕΡΜΑ

Ο δίσκος κατηφόρισε προς τ’ ουρανού το τέρμα

στο ξεπροβόδισμά του η φύση φόρεσε πορφύρα.

Χρυσόσκονη απλώθηκε, σκέπασε την αρμύρα,

για ν’ ακουστεί λυπητερά ο ήχος απ’ το κέρμα,

ήχος βαρύς, στοχαστικός για της ζωής το γέρμα,

που πάντοτε τον ακλουθεί εις την αιώνια θύρα,

που χάσκει εκεί για να χαθούν μες στον καταποτήρα

της άβυσσος άλλη μια μέρα πάνω μας σαν έρμα

θα μας βαραίνει κι όμως το λιόγερμα δεν με φοβίζει,

αναζητά η ψυχή μου της νύχτας τη γαλήνη

και καρτερεί ν’ ανοίξει η άλλη που ροδίζει

στο έμπα της ζωής, που τα σκοτάδια πίσω της αφήνει.

Μετά το λιόγερμα το πορφυρό, που φέρνει το σκοτάδι,

χαρίζει πάντα ανατολή νέας ζωής υφάδι.

(Από τη συλλογή «Ρεμέντζο», 1985).

ΚΩΣΤΗΣ ΜΕΛΕΝΤΗΣ

 ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΑΓΑΠΕΣ

Αγαπώ τον Άνθρωπο, που μ’ ένα αγιοκέρι

πήγε να θερμάνει το βαρύ χιονιά

κι αγαπώ της Βίβλου το λαμπρό τ’ Αστέρι,

που σκορπίζει αγάπη μες στη σκοτεινιά.

Αγαπώ της θάλασσας το γαλάζιο χρώμα,

του νησιού μια ασάλευτη φεγγαροβραδιά

κι αγαπώ κι εκείνον, που στη θλίψη ακόμα,

έχει μια χαλύβδινη, δυνατή καρδιά.

Αγαπώ του πέλαγου το φλοκάτο κύμα,

π’ αγκαλιάζει διάπλατα τις ακρογιαλιές

κι αγαπώ του φλοίσβου την αιώνια ρίμα,

π’ αντηχεί γλυκόφωνα στις βραχοσπηλιές.

Αγαπώ τ’ ανήσυχο, φρέσκο μαϊστράλι

και ψηλά στα κύματα τα λευκά στεφάνια

κι αγαπώ τα βήματα, που με φέρνουν πάλι

σε γνωστές ψαρόβαρκες και σε πυροφάνια.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΕΤΤΟΣ

 ΓΝΩΘΙ ΣΕΑΥΤΟΝ

Ο άγνωστος, που κατοικεί

στα μύχια της ψυχής μου,

είναι ο εαυτός μου.

Κι αν δεν τον γνώρισα ακόμα

είναι γιατί ο δρόμος της αυτογνωσίας

περνάει από τα στενορύμια της συνείδησης.

Μα κι αν στην πύλη κάποτε

αξιωθώ να φτάσω,

στο βάθος της συνείδησης

άγρυπνος φρουρός θα στέκει ο Άργος,

που τόνε λένε πάθη, εγωισμό, αμάθεια, προλήψεις,

κι αυτός δε δίνει το κλειδί της πόλης,

παρά μόνο σε κείνον, που κατέχει

τη γνώση.

(Από τη συλλογή «Συνειδησιακή πορεία», 1983).