Ιερά Μονή Παναγίας Χοζοβιώτισσας

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΣΚΑΛΩΝ ΘΕΜΕΛΙΟ

ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΜΟΡΓΙΝΩΝ

 Εἰρήνης Ἀρτέμη, Post-Doc, PhD, MA

Καθηγήτρια στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ

ΣΕΠ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

             Ἡ παροῦσα μικρή ἐπιστημονική μελέτη γιά τό Μοναστῆρι τῆς Χοζοβιώτισσας ἤ τῆς Παναγίας τῶν Σκαλῶν ἀποτελεῖ ἕνα φόρο τιμῆς στήν πάνσεπτη προστάτιδα τῆς Ἀμοργοῦ. Μέχρι τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, τό Μοναστ[ηρι ἦταν γνωστό στούς κατοίκους κυρίως τῶν Κυκλάδων, τῆς Ρόδου καί τῆς Ἀστυπάλαιας. Ἡ Ἀμοργός, ὡς νησί τῆς ἄγονης γραμμῆς, ἦταν ἀποκομμένη τόσο ἀπό τήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα, ὅσο καί ἀπό χῶρες τοῦ ἐξωτερικοῦ. Τά ἐλάχιστα δρομολόγια πλοίων πού ὑπῆρχαν πρός καί ἀπό τήν Ἀμοργό, τά παλιά καί πολύ ἀργά πλοῖα πού συνέδεαν τήν Ἀμορργό μέ τό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ καί μέ τά γύρω ἀπό αὐτήν νησιά ἔκαναν τό ταξίδι πολύωρο καί κουραστικό. Οἱ ἐπισκέπτες τῆς Ἀμοργοῦ βιώναν μία μικρή ὀδύσσεια μέχρι νά φτάσουν στό νησί. Ἔτσι ἀπέφευγαν αὐτήν τήν ταλαιπωρία. Πολλοί ἀπό τούς Ἕλληνες καί τούς ξένους δέν γνώριζαν κἄν οὔτε τήν ὕπαρξη τοῦ ἱστορικοῦ Μοναστηριοῦ πού ἀποτελεῖ κόσμημα γιά τό νησί. Τά πράγμα ἀλλάζουν ἄρδην ἀπό τό 1988. Τότε γυρίστηκε ἡ ταινία τοῦ Luc Besson «Ἀπέραντο Γαλάζιο». Ἀρκετές ἀπό τίς σκηνές τῆς ταινίας ἔχουν γυριστεῖ στήν περίφημη παραλία τῆς Ἁγίας Ἄννας, κάτω ἀπό τό Μοναστῆρι τῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας. Ἡ Αμοργός καί τό Μοναστῆρι τῆς Χοζοβιώτισσας γίνονται γνωστά σέ ξένους καί Ἕλληνες. Ἔτσι τά τελευταῖα χρόνια χιλιάδες ἐπισκέπτες συρρέουν στό Μοναστῆρι γιά νά προσκυνήσουν τή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας καί κυρίως νά θαυμάσουν τήν παράδοξη ἀρχιτεκτονική του μορφή.

                      ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Σύντομη ἱστορική ἀναδρομή τῆς ἐξάπλωσης τοῦ χριστιανισμοῦ στό Αἰγαῖο ἕως καί τό ξέσπασμα τῆς εἰκονομαχίας.

             Τά Αἰγαιοπελαγίτικα νησιά ἀποτέλεσαν γέφυρα τῶν λαῶν τῆς Μεσογείου ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια ἕως καί τίς ἡμέρες μας. Ὡς σταυροδρόμι ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀνθρώπων καί ἱδεῶν, τό Αἰγαῖο πέλαγος ἦρθε ἀπό νωρίς σέ ἐπαφή μέ τή διδασκαλία τῆς νέας θρησκείας τοῦ χριστιανισμοῦ. Πολλοί νησιῶτες ἁσπάσθηκαν τό χριστιανισμό καί βαπτίσθηκαν στό ὄνομα τοῦ Ἑνός καί Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἀπό τόν 1 αἰώνα μ.Χ. ἤδη εἶχαν σχηματιστεῖ οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες σέ νησιωτικά λιμάνια μέ μεγάλη κίνηση, ὅπως ἡ Ρόδος. Μαρτυρίες ὑπάρχουν τόν 3ο αἰώνα γιά ὀνόματα ἐπισκόπων ὅπως ὁ Φωτεινός, ἐπίσκοπος Ρόδου, πράγμα πού ἀποδεικνύει ὅτι οἱ χριστιανοί εἶχαν ὀργανωθεῖ σέ κοινότητες. Στούς μεγάλους διωγμούς τοῦ Δεκίου καί τοῦ Διοκλητιανοῦ ἄρχισαν νά δημιουργοῦνται οἱ κατακόμβες τῆς Μήλου ὡς μέρη ἐνταφιασμοῦ τῶν μαρτύρων ἀλλά καί λατρείας τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Μόνο στό νησί τῆς Μήλου τό ἔδαφος ἐπέτρεπε τό σχηματισμό κατακομβῶν.

            Στά πρακτικά τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό 325 ἔλαβαν μέρος οἱ ἐπίσκοποι τῆς Κῶ καί τῆς Ρόδου. Στίς ἑπόμενες Οἰκουμενικές Συνόδους μαρτυρεῖται ἡ συμμετοχή ἐπισκόπων ἀπό τήν Ἄνδρο, τήν Ἀμοργό, τή Θήρα, τή Νάξο, τήν Πάρο, τή Σίφνο καί τή Λέρο. Ἀρχικά στή μητρόπολη Ρόδου ὑπάγονταν δώδεκα ἐπισκοπές μέ ἁρμοδιότητες γιά τά νησιά τῶν Κυκλάδων, τῶν Δωδεκανήσων καί γενικότερα τῶν νήσων τοῦ ἀνατολικοῦ Αἰγαίου. Ἀργότερα, ἡ ἐκκλησιαστική διαίρεση τῶν νησιῶν ἔγινε περισσότερο σύνθετη. Μερικές ἐπισκοπές ἔγιναν μητροπόλεις, ἐνῶ ἔχουμε την ἵδρυση νέων ἐπισκοπῶν.

            Ἄν καί ὁ χριστιανισμός εἶχε διαδοθεῖ στά νησιωτικά συμπλέγματα τοῦ Αἰγαίου δέν ὑπάρχουν σαφεῖς μαρτυρίες γιά ἐμφάνιση καί ἐξάπλωση τοῦ μοναχισμοῦ στά μέρη αὐτά πρίν ἀπό τό τέλος τῆς εἰκονομαχίας. Σίγουρα ὅμως θά ὑπῆρχε καί ἐκεῖ νωρίτερα κάποια ἔστω καί μικρή ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ καί ἵδρυση κάποιων μικρῶν μοναστηριῶν στά μεγάλα νησιά τοῦ Αἰγαίου τουλάχιστον. Ἄλλωστε ἡ ἐπίδραση τοῦ μοναχικοῦ βίου πού ἀνθοῦσε τόσο στήν Αἴγυπτο ὅσο καί στίς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας σίγουρα θά εἶχε φέρει καρπούς καί στό Αἰγαῖο. Κατά τίς περιόδους τῶν εἰκονομαχικῶν ἐρίδων (727-787 καί 813-843) πολλοί μοναχοί ἀπό τά διάφορα σημεῖα τῆς αὐτοκρατορίας βρῆκαν καταφύγιο στά νησιά τοῦ Αἰγαίου.

            Ὅταν τό 726 ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Γ΄ ὁ Ἴσαυρος διέταξε νά ἀφαιρεθεῖ ἀπό τῆς μεγάλης Χάλκης πύλης τῶν ἀνακτόρων ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό τόν τρισόλβιο τύπο τοῦ σταυροῦ[1], ὁ ἀντίκτυπος τῆς διαταγῆς αὐτῆς ἦταν μεγάλος ὄχι μόνο στήν Κωνσταντινούπολη ἀλλά καί στίς Κυκλάδες. Ὁ τουματάρχης τῶν Ἑλλαδικῶν, Ἀγαλλιανός ἐκίνησε τόν στόλο τοῦ Ἑλλαδικοῦ θέματος καί τῶν Κυκλάδων νήσων σέ ἐκστρατεία κατά τῆς πρωτεύουσας. Ἡ ἐκστρατεία κατέληξε σέ μεγάλη ἦττα τῶν ἐξεγερθέντων, ὅμως φανέρωνε τή δυσφορία τοῦ λαοῦ ἔναντι τῶν ἀποφάσεων καί ἐνεργειῶν τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος[2]. Κατά τήν πολυτάραχη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας πολλές εἰκόνες ἀπό τήν Αἴγυπτο ἤ τή Μικρά Ἀσία μεταφέρθηκαν στά νησιά τοῦ Αἰγαίου καί σώθηκαν ἀπό χέρια τῶν εἰκονομάχων μέ θαυματουργικό τρόπο. Ἄλλες πάλι μεταφέρθηκαν ἀπό τούς χριστιανούς τῆς Παλαιστίνης καί τῶν περιοχῶν νοτίου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Αὐτοί μετανάστευσαν ἀπό τίς ἐκεῖ περιοχές πρός τήν Κύπρο καί τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά γλιτώσουν ἀπό τίς σφαγές τῶν Ἀράβων πού ἐξαπέλυαν συχνά αἰφνιδιαστικές ἐπιθέσεις κατά τῶν μικρασιατικῶν πόλεων, συνεπαγόμενες ἄλλοτε ἄλωση αὐτῶν, ὅπως συνέβη τό 726 μέ τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ἄλλοτε μακρά πολιορκία, ὅπως τῆς Νικαίας τό 726 ἤ κατάληψη βυζαντινῶν φρουρίων (Κάστρον Ἀετοῦς, Χαρσιανόν, Σιδηροῦν κάστρον)[3]. Μία ἀπό τίς εἰκόνες πού γλίτωσαν ἀπό τό μένος τῶν εἰκονομάχων εἶναι καί ἡ ἱερή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Σκαλῶν ἤ ἀλλιῶς τῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας στήν Ἀμοργό.

  1. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Χοβιώτισσας

            Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔφτασε στήν Ἀμοργό μεταξύ 726-842 ἀπό τά Χόζοβα τῆς Παλαιστίνης. Σέ ἕνα ἀπό τά «Βραβεῖα» πού φυλάσσεται στό σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς ἡ εἰκόνα φέρει τήν προσωνυμία Χοζοβιώτισσα ἤ Χοζιβιώτισσα. Στά ἀνατολικά τῆς Ἰεριχοῦς ὑπάρχει ἡ μονή Χοζιβά πού ἦταν κτισμένη σέ ἀπόκρημνο βράχο καί μέ ἀραβικό ὄνομα WADI QILT. Ἀπό τήν περιοχή αὐτή «ἔφυγε» ἡ ζωγραφισμένη ξύλινη εἰκόνα τῆς Παναγίας. Λέγεται ὅτι μία γυναίκα, ἡ χήρα Εἰρήνη Μελαλά πού εἶχε στήν κατοχή της τήν εἰκόνα, γιά νά τήν προστατέψει ἀπό τόν ἴδιο της τό γιό, τό Χριστόφορο, πού ἦταν ἐκατόνταρχος στόν αὐτοκρατορικό στρατό, ἀναγκάστηκε νά τή βάλει σέ μία βάρκα μέ ἕνα καντῆλι ἀναμμένο καί νά τήν «ἀνοίξει» στό πέλαγος. Λέγεται ὅτι ἔπραξε τοῦτο, ὕστερα ἀπό ἕνα ὄνειρο πού εἶδε τό προηγούμενο βράδυ στόν ὕπνο της. Ὀνειρεύτηκε τήν Παναγία νά τήν προειδοποιεῖ ὅτι ὁ γιός της ἦταν ἀποφασισμένος νά τῆς ζητήσει νά κάψει τήν εἰκόνα Της.

Ἀρχικά, λοιπόν, ἡ εἰκόνα ἔφτασε στήν Κύπρο ἐκεῖ βεβηλώθηκε, σπάζοντάς την σέ δύο κομμάτια. Ὡς ἐκ θαύματος ἡ εἰκόνα ἐξαφανίστηκε ἀπό τήν Κύπρο καί ἔφτασε μέσα σέ βάρκα μέ ἀναμμένο καντῆλι μέχρι τή βάση τοῦ βράχου τῆς Ἀμοργοῦ. Τά κομμάτια της ἑνώθηκαν τότε θαυματουργικά ἀπό μόνα τους.

            Μία παραλλαγή τῆς παραπάνω παραδόσεως ἀναφέρει ὅτι μία χριστιανή ἀρχόντισσα ἀπό τή Χότζοβα τῆς Παλαιστίνης, τόν καιρό τῆς Εἰκονομαχίας, ἔριξε τρεῖς εἰκόνες στή θάλασσα γιά νά τίς σώσει ἀπό τούς διῶκτες τους. Ἡ μία ἔφτασε στό Ἅγιο Ὄρος. Ἡ ἄλλη διασχίζοντας τό Αἰγαῖο καταλήγει στήν Ἀμοργό. Καί ἡ τρίτη καταλήγει στήν Πάτμο.

            Ἄλλη παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἡ εἰκόνα ἔφτασε στήν Ἀμοργό ὕστερα ἀπό τήν ὑπόδειξη τῆς Παναγίας σέ κάποιους μοναχούς ἀπό τήν Ἱεριχώ. Ἐκεῖνοι, ὅταν ἀντίκρυσαν τό τοπίο τῆς Ἀμοργοῦ στό λεγόμενο Δαιμονότοπο, ἐνθουσιάστηκαν πολύ, γιατί τό τοπίο τούς θύμιζε πολύ τήν τόν κρημνώδη τόπο στήν ἔρημο τοῦ Χοζιβᾶ. Σύμφωνα μέ τό ἔργο τοῦ Ἰωάννου Φωκᾶ, Ἔκφραση τῶν Ἁγίων Τόπων, ἡ μονή τοῦ Κοζιβᾶ ἦταν κτισμένη σέ κρημνώδη βράχο καί μέσα στίς ὀπές του βρίσκονται τά κελιά τῶν μοναχῶν. Ἡ περιγραφή αὐτή ταιριάζει ἀπόλυτα καί στή μονή τῆς Χοζοβιώτισσας στήν Ἀμοργό. Ὅπως καί ἡ ἀναφορά στή συχνή πτώση τῶν βράχων πού γινόταν στή Μονή τοῦ Κοζιβᾶ, «πετρῶν ἀποσπουμένων τοῦ κρημνοῦ καί ἐπιφερομένων κατά τοῦ Μοναστηρίου καί ἀπό πάντων ἀβλαβεία καί φυλακή γίνεται ἐκ τῆς ἐνδόξου κεχαριτωμένης Θεοτόκου», εἶναι σάν νά γράφτηκε γιά τό μοναστῆρι τῆς Παναγίας στήν Ἀμοργό.

Κατά τό Θεοφάνη στό ἔργο του «Χρονογραφία», τό δεύτερο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαήλ Α’ τοῦ Ραγκαβέ τῆς δυναστείας τῶν Ἰσαύρων, δηλαδή τό 813, πλήθη Χριστιανῶν, μοναχῶν ἀλλά καί λαϊκῶν, ἀναγκάστηκαν λόγω τῶν διώξεων τῶν Ἀράβων νά φύγουν ἀπό τή Συρία καί τήν Παλαιστίνη, καί αὐτό τό μεγάλο προσφυγικό κύμα πέρασε στήν Κύπρο. Ἀπό ἐκεῖ πολλοί κατέφυγαν στά νησιά τοῦ Αἰγαίου ἐνῶ ἄλλοι ἔφτασαν στήν Κωνσταντινούπολη. Ἴσως, λοιπόν, ἡ ἀναφορά στή μεταφορά τῆς εἰκόνας ἀπό τούς μοναχούς, ὅπως καί ἡ βεβήλωσή της ἀπό ἀπίστους νά βασίζεται στά γραφόμενα τοῦ μοναχοῦ χρονογράφου Θεοφάνη[4].

  1. Ἡ ἵδρυση τῆς Μονῆς καί ὁ ἐνεργός ρόλος της στή ζωή τῶν κατοίκων τῆς Ἀμοργοῦ στό πέρασμα τῶν αἰώνων.

            Πῶς ὅμως κτίστηκε τό Μοναστῆρι τῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας ἤ Κυνηγημένης στήν Ἀμοργό; Ὁ Ἀντώνης Μηλιαράκης[5] ἀναφέρει ὅτι ἡ Παναγία μέσω ὁράματος ὑπέδειξε στούς βοσκούς πού βρῆκαν τήν εἰκόνα της νά κτίσουν τό μοναστῆρι της ἐκεῖ πού ἡ σιδερένια σμίλη τοῦ ἀρχιμάστορα ἦταν μπηγμένη. Πράγματι ἡ σμίλη ἦταν σφηνωμένη πάνω στούς ἀπόκρημνους βράχους τριακόσια μέτρα ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας.

            Ὁ Ἰησουῒτης καλόγερος Ρισσάρ σημειώνει ὅτι Ἄγγελος Κυρίου μέσα ἀπό ὄνειρο ὑπέδειξε στούς μοναχούς γιά τό πού θά οἰκοδομηθεῖ ἡ Μονή, φέρνοντας τή στάθμη καί τά σφυριά τῶν ἐργατῶν στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ πού τελικά φτιάχτηκε ἡ Μονή. Ἐνῶ ὁ περιηγητής Τούμπ ἀναφέρει ὅτι τρεῖς φορές οἱ ἐργάτες προσπάθησαν νά κτίσουν τή Μονή κοντά στήν παραλία πού βρέθηκε ἡ εἰκόνα. Τό πρωί τό ἔκτιζαν τό βράδυ ὅμως γκρεμιζόταν. Μέχρι πού ἡ Παναγία ἐμφανίστηκε στόν ὕπνο τοῦ πρωτομάστορα καί τοῦ εἶπε ὅτι θέλημά της εἶναι νά κτιστεῖ τό μοναστῆρι ἐκεῖ πού θά εἶναι τοποθετημένη ἡ σμίλη. Ἔτσι καί ἔγινε. Τό Μοναστῆρι χτίστηκε στή νότια πλευρά τοῦ προφήτου Ἠλιού, στό λεγόμενο Δαιμονότοπο, σέ ὕψος, ὅπως προαναφέρθηκε, περίπου 300 μέτρων ἀπό τή θάλασσα. Οἱ παρειές τοῦ σπηλαιώδους κοιλώματος τῆς πλευρᾶς αὐτῆς τοῦ ὄρους χρησιμοποιήθηκαν ὡς ἐσωτερικός τοῖχος τῆς Μονῆς. Ἡ σμίλη τοῦ πρωτομάστορα ἦταν σφηνωμένη πάνω στό σημεῖο πού εἶχε ὑποδείξει ἡ Παρθένος Μαρία, πάνω στό καμπαναριό τῆς Μονῆς ἕως τό 1952 ἀπό ὅπου καί ἔπεσε. Τότε θεωρήθηκε ὅτι ἕνα μεγάλο κακό θά συνέβαινε στό νησί. Πράγματι λίγο ἀργότερα το 1956 ἔγινε ἕνας μεγάλος σεισμός πού ἰσοπέδωσε τό νησί. Τό παράδοξο εἶναι ὅτι δέν ὑπήρξε οὔτε ἕνας σοβαρός τραυματισμός, οὔτε ἕνας νεκρός. Υπήρξαν μόνο 100 ελαφρά τραυματισμένοι, πράγμα πού θεωρήθηκε θαῦμα καί ἀποδόθηκε στήν προστασία πού παρέχει ἡ Παναγία στούς Ἀμοργίνους.

            Τό Μοναστῆρι λέγεται ὅτι χτίστηκε τό 1088 ἐπί Ἀλεξίου Α΄ τοῦ Κομνηνοῦ. Πολλοί ὑποστηρίζουν ὅτι χτίστηκε 246 μέ 250 χρόνια νωρίτερα. Σέ σιγίλλια[6] πού ὑπάρχουν στό σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς μαρτυρεῖται ὅτι ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ ἀνεγέρθηκε καί ἀνακαινίσθηκε ἡ σεβασμία καί βασιλική καί πατριαρχική μονή τῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας στήν Ἀμοργό[7]. Σημαντικό τεκμήριο ἀποτελεῖ ἕνα ἐνεπίγραφο ἀσημένιο ἐξαπτέρυγο πού βρίσκεται στή Μονή καί στό ὁποῖο ὑπάρχει ἡ ἐξής φράση: «ἀνεκαινίσθη παρ’ Ἀλεξίου Βασιλέος τοῦ μεγάλου Κομνηνοῦ», δηλαδή τοῦ Αὐτοκράτοτα τοῦ Βυζαντίου τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Α΄ Κομνηνοῦ (1081-1118).

Παλαιότερα ὑπῆρχε στήν ἐκκλησία τῆς Μονῆς ξύλινη εἰκόνα τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α΄ τοῦ Κομνηνοῦ. Ἐκεῖ παριστανόταν ὁ αὐτοκράτορας ὄρθιος, περιβεβλημένος τή βασιλική στολή καί κρατῶντας στά χέρια τό βασιλικό σκῆπτρο. Ἡ εἰκόνα ὅμως, αὐτή καταστράφηκε τό 1869, ὅταν ἔπεσε ὀγκώδης βράχος στή στέγη τῆς ἐκκλησίας. Ὁ βράχος τρύπησε τή στέγη τῆς ἐκκλησίας καί ἔριξε κάτω τήν ἀψίδα τοῦ νάρθηκα, ὅπου ἦταν ζωγραφισμένος ὁ αὐτοκράτορας. Ὁ γάλλος μεσαιωφίδης Buchon μαρτυρεῖ ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ αὐτοκράτορα ἦταν ξύλινη καί ὁ ἴδιος τήν εἶχε δεῖ. Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἀλεξίου σώζεται ἔγχρωμη στήν πρώτη σελίδα τοῦ κτηματολογίου τῆς Μονῆς.

            Ἡ Μονή ἀνακαινίσθηκε ἐκ βάθρων τό 17ο αἰώνα. Ἀρχικά ἡ εἴσοδος τῆς Μονῆς εἶχε ξύλινη σκάλα καί κινητή, ὥστε νά μπορεῖ νά ἀνασυρθεῖ σέ περίπτωση κινδύνου. Τό 1476 σέ ἕνα βραβεῖο ἡ Μονή χαρακτηρίζεται ὡς Μονή τῶν Σκαλῶν[8]. Σήμερα ἡ σκάλα τῆς Μονῆς εἶναι πέτρινη ἀλλά ἡ πόρτα τῆς εἰσόδου της συνεχίζει νά κλειδώνει μόνο ἀπό τή μέσα πλευρά. Ἔτσι πάντα κάποιος μοναχός μένει στό μοναστῆρι ὡς παρέα τῆς Παναγίας. Τό 14ο αἰώνα και ἑξῆς οἱ Μοναχοί προσπαθοῦσαν νά προστατέψουν τούς ἑαυτούς τους καί τούς θησαυρούς τῆς Μονῆς ἀπό ὁποιονδήποτε πού ἤθελε νά βεβηλώσει τό μοναστῆρι καί νά καπηλευτεῖ τά μεγάλης ἀξίας, ἱστορικῆς καί ὑλικῆς, κειμήλια του. Γιά τό λόγο αὐτό στήν εἴσοδο τοῦ Μοναστηριοῦ ὑπῆρχαν ρόπαλα σάν τοῦ Ἡρακλῆ. Ὁ Τουρνεφόρ τονίζει ὅτι καί μόνο ὅπως ἦταν χτισμένο τό μοναστῆρι ἦταν ἀσφαλές, ἀφοῦ μόνο ἀπό τήν εἴσοδο του μποροῦσε κάποιος νά ἔχει πρόσβαση.

            Ἡ Μονή ἦταν πλούσια σέ ἀρχαῖα εὐαγγέλια σέ περγαμηνές, σέ ἀρχαίους κώδικες καί σέ σιγίλια. Πολλά ὅμως ἀπό αὐτά κλάπηκαν ἀπό ἀρχαιοκάπηλους, ὅπως συνέβηκε καί τό 1933. Δυστυχῶς πολλά ἄλλα ἱστορικά τεκμήρια τῆς Μονῆς χάθηκαν ἀπό τήν ἀδιαφορία τῶν Μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅπως τονίζει ὁ Ἀντώνης Μηλιαράκης[9], «οὐδόλως μεριμνῶντες περί εἰκόνος καί ἱστορίας καί παραδόσεων». Ἄλλα πάλι τεκμήρια τῆς παλαιότητας τῆς Μονῆς χάθηκαν ἀπό τή φθορά τοῦ χρόνου, τίς ἀνακαινίσεις, τίς διάφορες ἐπιδιορθώσεις τῆς Μονῆς ἀλλά καί ἀπό τό συνεχές ἀσβέστωμα τῶν τοίχων τῆς Μονῆς. Ἔτσι τό οἰκόσημο τοῦ τοπάρχη τῆς Νάξου Γουλιέλμου Α΄ τοῦ Σανούδου τοῦ 1309 πού ὑπῆρχε στούς τοίχους τῆς Μονῆς σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Buchon, δέν ἀναφέρεται στό ἔργο τοῦ Μηλιαράκη. Τό οἰκόσημο εἶναι ἕνα λιοντάρι ὄρθιο πού κρατοῦσε στά μπροστινά του πόδια μία σημαία μέ τό ἔμβλημα τῆς οἰκογένειας τῶν Σανούδων. Πιθανόν εἶχε καταστραφεῖ, ὅπως καί τό πλακόστρωτο δάπεδο τοῦ ναοῦ μέ τά μαρμάρινα ἀνάγλυφα οἰκόσημα τῶν Σανούδων καταστράφηκαν μετά τήν ἀντικατάσταση τοῦ δαπέδου τό 1896 ἀπό τόν Ἰωάννη Σόχο.

            Στήν ἐκκλησία, στό Καθολικό τῆς Μονῆς μπορεῖ κανεῖς νά δεῖ τίς δύο ἐνεπίγραφες εἰκόνες τῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας, τή σμίλη τοῦ πρωτομάστορα καί τό ἐξαπτέρυγο στό ὁποῖο ἀναφέρεται ὅτι ἡ Μονή ἀνακαινίσθηκε ἀπό τόν Ἀλέξιο τόν Κομνηνό τό 1088. Τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας στό τέμπλο ἐκτός ἀπό Χοζοβιώτισσα οἱ μοναχοί τήν ἀποκαλοῦν Κτητόρισσα ἤ Παναγία ἡ Μαυρομάτα, ἐνῶ τή μικρή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Χοβιώτισσας, πού ἦρθε ἀπό τά Χόζοβα τῆς ἔχουν δώσει τήν ἐπωνυμία Ταξιδιώτισσα.

            Ἡ Μονή γνώρισε ἔνδοξες μέρες ὄχι μόνο κατά τά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου, ἀλλά καί τό 1202 ὅταν ἡ Ἀμοργός περνάει στήν κυριαρχία τῶν Φράγκων. Τότε ἡ Ἀμοργός γίνεται κτήση τῶν Ἀδελφῶν Ἀνδρέα καί Ἱερεμία Γκύζη, «ὑπό τάς σημαίας τοῦ Βενετοῦ Μάρκου Σανούδου, τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ Δουκάτου τῆς Νάξου». Τό 1220 ὁ αὐτοκράτορας τῆς Νικαίας, Ἰωάννης Γ΄ Δοῦκας Βατατζής διώχνει τούς Φράγκους. Τό 1269 στό νησί κυριαρχεῖ ὁ Ἱερεμίας Γκίζης καί ἀργότερα ὁ διάδοχός του ὁ Ζαννάκης Α΄Γκίζης. Τό 1309 ἡ οἰκογένεια τοῦ Γουλιέλμου Σανούδου ἔχει στά χέρια της τήν ἐξουσία τοῦ νησιοῦ. Οἱ Ἐνετοί προστατεύουν τό μοναστῆρι, τό ὁποῖο ἀποκτᾶ αἴγλη καί οἰκονομική εὐρωστία. Οἱ μοναχοί του ἔχουν τή δυνατότητα νά παραγγέλουν εἰκόνες γιά τό ναό καί τά μετόχια τοῦ Μοναστηριοῦ σέ μεγάλα Κρητικά ἐργαστήρια[10]. Ἄν καί τό νησί ἔμεινε πολλά χρόνια κάτω ἀπό τήν κατοχή τῶν Φράγκων, οἱ μοναχοί κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες, ὥστε νά μήν προσηλυτιστοῦν στό ρωμαιοκαθολικισμό οἱ Ἀμοργῖνοι. Ἔτσι οἱ μοναχοί κατάφεραν καί ἀναδείχθηκαν ὡς οἱ θεματοφύλακες καί οἱ ὑπερασπιστές τῆς ὀρθῆς πίστης.

            Ἡ Μονή κατά τήν Τουρκική κατοχή 1537-1824, παρά τίς λεηλασίες της, γνώρισε καλές μέρες. «Αὐτό πιστοποιεῖται ὄχι μόνον ἀπό τά πατριαρχικά γράμματα, τά σιγίλια, πού ἀναγνωρίζουν καί ἀνανεώνουν τά προνόμιά της»[11] ἀλλά καί ἀπό τά σωζόμενα χειρόγραφα, τά ἐκκλησιαστικά σκεύ, τίς εἰκόνες τά ἄμφια, τά ξυλόγλυπτα τέμπλα καί ἀπό πολλούς ἄλλους θησαυρούς τῆς Μονῆς. Καί στήν περίοδο αὐτή οἱ μοναχοί συνέβαλαν στό μή ἐξισλαμισμό τῶν κατοίκων τῆς Ἀμοργοῦ. Ἡ μεγάλη περιουσία τοῦ Μοναστηριοῦ τόσο στήν Ἀμοργό ἀλλά καί σέ πολλά ἄλλα νησιά τοῦ Αἰγαίου χρησιμοποιοῦνταν γιά τήν ἐξαγορά τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν Ἀμοργιανῶν ἀπό τόν ἑκάστοτε Τοῦρκο Πασά τῆς περιοχῆς. Τό 1829 ἡ Μονή δίνει χρήματα καί ἱδρύεται τό πρῶτο σχολεῖο, τό Γυμνάσιο Ἀμοργοῦ, στήν ἐλευθερωμένη Ἑλλάδα. Στά νεότερα χρόνια ἡ Μονή διέθεσε κτήματά της γιά να φτιαχτοῦν σπίτια μετά τό σεισμό τοῦ 1956, γιά νά χρησιμοποιηθοῦν ὡς βοσκοτόπια ὅπως τό νησί τῆς Νικουριᾶς. Τό 2009 παραχωρεῖται ἀπό τή Μονή οἰκόπεδο στήν περιοχή τοῦ Γιαλοῦ γιά νά φτιαχτοῦν γήπεδα καλαθοσφαίρισης και ποδοσφαίρου καί καινούρια σύγχρονα σχολεῖα. Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ Μοναχοί τῆς Μονῆς ἔκαναν καί κάνουν πράξη τό κήρυγμα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.

            Μέσα στήν ἐκκλησία εἶναι κρεμασμένο ἕνα ἀσημένιο καντῆλι σέ σχῆμα τουρκικοῦ φεσιοῦ, χωρίς ὅμως βάση. Λέγεται ὅτι τό καιρό τῆς Τουρκοκρατίας κάποιος Τούρκος κινδύνεψε νά πνιγεῖ στή θάλασσα κοντά στήν Ἀμοργό. Ὅταν εἶδε τό Μοναστῆρι ἐπικαλέσθηκε τήν Παναγία, τή μάνα τῶν Χριστιανῶν νά τόν σώσει καί ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε νά φέρει στή χάρη της ἕνα καντῆλι ἀσημένιο στό σχῆμα καί στό μέγεθος τοῦ φεσιοῦ του. Σώθηκε. Ἐπειδή, ὅμως, ὡς φανατικός μουσουλμάνος καί μισῶντας τούς χριστιανούς μέσα στό μυαλό του συνέβελε σχέδιο ἀφανισμοῦ τοῦ Μοναστηριοῦ καί τῶν μοναχῶν του. Ἔφτιαξε ἕνα καντῆλι στή βάση τοῦ ὁποίου ἔβαλε μπαροῦτι μέ σκοπό νά ἀνατινάξει τό μοναστῆρι τῆς Χοζοβιώτισσας. Ἡ Παναγία, ὅμως, ἔκανε τό θαῦμα της. Ἐπέτρεψε στήν εἴσοδο τῆς Μονῆς νά φύγει ἡ βάση τοῦ καντηλιοῦ καί νά σκοτωθεῖ μόνο ὁ ἀγνώμων Τοῦρκος. Ἔτσι σώθηκε καί τό μοναστῆρι καί οἱ μοναχοί του.

            Ἡ Μονή ἔχει πολλά τάματα στό σκευοφυλάκιο της, μαρτυρία ἀδιαμφισβήτητη ὅτι οἱ Ἕλληνες σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς ὑφηλίου, ἀλλά κυρίως οἱ Ἀμοργῖνοι ἐπικαλοῦνται συχνά τή βοήθεια τῆς Χοζοβιώτισσας, τήν ὁποία Ἐκείνη τούς τήν παρέχει σέ κάθε δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς τους. Ἡ Παναγία τῶν Ἀμοργίνων ἀκούει τά αἰτήματα τῶν πιστῶν, τούς δίνει ἐλπίδα, παρηγοριά. Τούς ἀνακουφίζει τόν πόνο τους καί τούς βοηθάει νά μή λυγίσουν ἀλλά νά ἀντιμετωπίσουν εὐκολότερα κάθε δυσκολία τους.

            Ἡ Μονή εὐτύχησε στά νεότερα χρόνια νά ἔχει ἀμοργιανό ἡγούμενο τόν Σεβασμιώτατο πρ. Θήρας καί Ἀμοργοῦ καί νήσων κ.κ. Ἐπιφάνιο Ἀρτέμη, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε ἄξια τή χάρη Της πολλά χρόνια καί ὅταν ἐκλέκτηκε Ἐπίσκοπος ἄφησε στή θέση του ὡς ἡγούμενο ἕναν σπουδαῖο ἀμοργιανό μοναχό τόν πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Σπυρίδωνα Δεναξᾶ. Αὐτός μαζί μέ τόν ἄλλο μοναχό τόν πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Φιλάρετο Θηραῖο φροντίζουν τή Μονή. Ἀλλά καί ἕνας ἄλλος ἐξίσου σημαντικός, ἁμοργιανός διάκονος τοῦ Θεοῦ, ὁ πρωτοπρεσβύτερος Θωμᾶς Συνοδινός[12], φρόντιζε και φροντίζει γιά τή Μονή μέ ὁποιονδήποτε τρόπο μπορεῖ.

Τό καλοκαίρι, πού συρρέουν πολλοί ἐπισκέπτες στή Μονή, πολλοί λαϊκοί ἀπό τά γύρω χωριά προσφέρουν τίς ὑπηρεσίες τους στή Μονή· ξεναγοῦν τούς ἐπισκέπτες, τούς φιλοξενοῦν στό ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς, προσφέροντάς τους λουκούμι καί ψημένο ρακόμελο. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στή γιορτή τοῦ Μοναστηριοῦ στίς 21 Νοεμβρίου. Μόνο τότε οἱ προσκυνητές δέν γεύονται μόνο τό λουκούμι ἀλλά καί μαγειρεμένο μπακαλιάρο, φασόλια, φάβα, σαλάτες, παστέλια, ἀμοργιανό κρασί καί ζυμωτό ψωμί.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

            Ἡ Παναγία ἡ Χοζοβιώτισσα ἀπό ψηλά στό βράχο τῆς Ἀμοργοῦ ἀγναντεύει τό Αἰγαῖο Πέλαγος καί πρεσβεύει στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό νά εἰσακούει τίς προσευχές μας καί νά μᾶς δίνει ὅ,τι εἶναι καλό γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Ἡ Παναγία μας, ὅποιο προσωνύμιο καί ἐάν ἔχει εἶναι μία, ὅμως σέ κάθε τόπο, τό τοπικό προσωνύμιό της δίνει τήν αἴσθηση τῆς μεγαλύτερης οἰκειότητας στούς κατοίκους τοῦ ἑκάστοτε τόπου. Ἡ Παναγία ἡ Χοζοβιώτισσα ὡς Ἀμοργιανή κατέχει τή σπουδαιότερη θέση στήν καρδιά τῶν Ἀμοργίνων, ὅπου αὐτοί καί ἐάν βρίσκονται. Τήν ἐπικαλοῦνται σέ κάθε εὐτυχισμένη ἤ δύσκολη στιγμή τῆς ζωῆς τους. Αὐτή εἶναι ἐκεῖ γιά νά τούς ἀκούσει καί νά τούς βοηθήσει. Εἴθε ἡ χάρη Της νά εἶναι πάντοτε κοντά στόν νέο Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θήρας, Αμοργοῦ καί νήσων κ.κ. Ἀμφιλόχιο καί νά Τοῦ ἐπιδαψιλεύει πάντοτε πλούσια τά ἐλέη Της.

 

[1] A. Frolow, «Le Christ de la Chalcé», Byzantion, 33(1963), 107-120. Θεοφάνους Ὁμολογητοῦ, Χρονογραφία ἐτῶν φκη´ ἀρχομένη ἀπό πρώτου ἔτους Διοκλητιανοῦ ἕως δευτέρου ἔτους Μιχαήλ καί Θεοφυλάκτου υἱοῦ αὐτοῦ· τοῦτ΄ ἐστίν ἀπό τοῦ εψοζ΄ ἔτους τοῦ Κόσμου ἕως ἔτους στε΄ κατά τούς Ἀλεξανδρεῖς, κατά δέ τούς Ρωμαίους στκαʹ, PG 108, 437Β. Πρβλ. Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ἱστορία, Β΄, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19982, σ. 108.

[2] Αὐτόθι.

[3] Αὐτόθι, σσ. 101-102.

[4] Θεοφάνους Ὁμολογητοῦ, Χρονογραφία, PG 108, 1001ΒC: «τῷ δ’ αὐτῷ ἔτει πολλοὶ τῶν κατὰ Παλαιστίνην Χριστιανῶν μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἐκ πάσης Συρίας τὴν Κύπρον κατέλαβον φεύγοντες τὴν ἄμετρον κάκωσιν τῶν Ἀράβων. ἀναρχίας γὰρ καθολικῆς κατασχούσης Συρίαν καὶ Αἴγυπτον καὶ Ἀφρικὴν καὶ πᾶσαν τὴν ὑπ’ αὐτοὺς ἀρχήν, φόνοι τε καὶ ἁρπαγαὶ καὶ μοιχεῖαι, ἀσέλγειαί τε καὶ πᾶσαι πράξεις θεοστυγεῖς ἐν κώμαις καὶ πόλεσι ὑπὸ τοῦ θεολέστου ἔθνους αὐτῶν ἐπράττοντο, οἵ τε κατὰ τὴν ἁγίαν Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν πόλιν σεβάσμιοι τόποι τῆς ἁγίας ἀναστάσεως, τοῦ κρανίου καὶ τῶν λοιπῶν ἐβεβηλώθησαν. ὁμοίως δὲ καὶ αἱ κατὰ τὴν ἔρημον διαβόητοι λαῦραι τοῦ ἁγίου Χαρίτωνος καὶ τοῦ ἁγίου Σάβα, καὶ τὰ λοιπὰ μοναστήριακαὶ αἱ ἐκκλησίαι ἠρημώθησαν. καὶ οἱ μὲν ἀνῃρέθησαν μαρτυρικῶς, οἱ δὲ τὴν Κύπρον κατέλαβον καὶ ἐκ ταύτης τὸ Βυζάντιον,».

[5] Ἀ. Μηλιαράκη, Ὑπομνήματα περιγραφικά τῶν Κυκλάδων νήσων κατά μέρος: Ἀμοργός, Ἀθῆναι 1884, σ. 23.

[6] Σιγίλιο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου τοῦ ἔτους 1620, στό σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς. Σιγίλιο τοῦ Πατριάρχου Τιμοθέου Β΄ τοῦ ἔτους 1613, στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη στό Παρίσι. Σιγίλιο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίου Β΄ τοῦ Τρανοῦ, τοῦ ἔτους 1583, στό σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς. Σιγίλιο τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ τοῦ ἔτους 1798, στό σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς.

[7] Σιγίλιο τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου τοῦ ἔτους 1620, στό σκευοφυλάκιο τῆς Μονῆς. Ἐπειδή ἡ Μονή εἶχε λάβει ἀπό τόν Ἀλέξιο τό προνόμιο τοῦ πατριαρχικοῦ σταυροπηγίου εἶχε ἐξάρτηση κατευθείαν ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ὄχι ἀπό τον τοπικό ἐπίσκοπο.

[8] Ὁ Γάλλος φυσιοδίφης και εὐπατρίδης Πιτόν ντέ Τουρνεφόρ ἀναφέρει ὅτι ἡ σκάλα τῆς εἰσόδου τῆς Μονῆς εἶχε δώδεκα σκαλιά χωρίς νά ὑπολογίζονται μερικά πέτρινα σκαλιά στά ὁποῖα ἀκουμπάει.

[9] Ἀ. Μηλιαράκη, Ὑπομνήματα περιγραφικά τῶν Κυκλάδων νήσων κατά μέρος: Ἀμοργός, Ἀθῆναι 1884, σ. 34.

[10] Θ. Συνοδινοῦ, πρωτοπρεσβ., «Ἁγιογράφοι στήν Ἀμοργό», www. Kathimerini.gr/ 4Dcgi/_w_articles/29/05/2005.

[11] Λ. Μαραγκοῦ, Ἡ Μονή τῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας στήν Ἀμοργό, Ἀθήνα 20025, σ. 31.

[12] Ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Θωμᾶς Συνοδινός κατά τήν περίοδο 1998-2008 ὑπῆρξε πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, φέρνοντας εἰς πέρας βαρύνουσας σημασίας ἔργο στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, χωρίς ὅμως ποτέ νά παραγκωνίσει καί νά παραμελήσει τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του τήν Ἀμοργό καί φυσικά τή Μονή τῆς Παναγίας τῆς Χοζοβιώτισσας.