Εορτασμός της Εθνικής Επετείου της “25ης Μαρτίου 1821” στο ΥΝΝΠ

Εορτασμός της Εθνικής Επετείου της “25ης Μαρτίου 1821” στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής

Share:    

      Την Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023 πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση εορτασμού της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου, χοροστατούντος του Πανοσιολογιότατου Αρχιμανδρίτη Πατέρα Νύφωνα Καπογιάννη, εκπροσώπου του Μητροπολίτη Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ, παρουσία του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Γιάννη Πλακιωτάκη, του Υφυπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Κώστα Κατσαφάδου, του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής Αντιναυάρχου Λ.Σ. Αλεξανδράκη Γεώργιου, του Α’ Υπαρχηγού του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής Αντιναυάρχου Λ.Σ. Τσελίκη Αλέξανδρου και του Β’ Υπαρχηγού του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής Αντιναυάρχου Λ.Σ. Πανταζόγλου Αριστείδη στον αίθριο χώρο του κτιρίου του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.

Στο χαιρετισμό του ο κ. Πλακιωτάκης δήλωσε:

    «Η επανάσταση του 1821 αποτελεί κορυφαία πράξη γενναιότητας και αυτοθυσίας για έναν λαό που με πενιχρά μέσα κατόρθωσε και πέτυχε μία σημαντική νίκη, απέναντι σε μία αυτοκρατορία, κατάφερε και πέτυχε κάτι το αδιανόητο. Τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Σήμερα, κυρίες και κύριοι, είμαστε ιδιαίτερα υπερήφανοι, γιατί τιμούμε τη μνήμη, την προσφορά όλων των προγόνων μας που υπηρέτησαν την πατρίδα μας και έδωσαν τον υπέρτατο αγώνα για την ελευθερία και την Εθνική Ανεξαρτησία.

Με αρετή και τόλμη, πρέπει όλοι μαζί να φτιάξουμε μία σύγχρονη Ελλάδα, μια Ελλάδα που θα συνδέει, τις ρίζες και την παράδοση, με το όραμα για ένα καλύτερο αύριο. Μια Ελλάδα, πού όπως τότε, έτσι και σήμερα, θα μείνει όρθια, απέναντι στους εχθρούς της, οικοδομώντας μια δημοκρατία, μια σύγχρονη Πατρίδα.

Χρέος μας, δεν είναι όμως μόνο να τιμούμε τους προγόνους μας, για τον υπέρτατο αγώνα τους. Χρέος μας είναι να παραμείνουμε πιστοί στις παρακαταθήκες τους και όπως οι εύζωνες, να φέρνουμε συνέχεια με δύναμη το πόδι στη γη, να ακούν οι πρόγονοί μας πως είμαστε ελεύθεροι και αγωνιζόμαστε όλοι μαζί για τη δημοκρατία, την ελευθερία, αγωνιζόμαστε όλοι μαζί για να θωρακίσουμε την πατρίδα μας, να διευρύνουμε τους δημοκρατικούς μας θεσμούς, να διασφαλίσουν τη σταθερότητα της χώρας μας. Χρόνια Πολλά σε όλους, ζήτω το Έθνος, ζήτω το ένδοξο 1821, ζήτω το Λιμενικό Σώμα».

    Στην τελετή παρέστησαν εκπρόσωποι του Ελληνικού Κοινοβουλίου, εκπρόσωπος του Περιφερειάρχη Αττικής, επίτιμοι Αρχηγοί Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., εκπρόσωποι ενώσεων Λ.Σ., η λοιπή στρατιωτική ηγεσία και πολιτικοί υπάλληλοι του Υπουργείου, καθώς και εκπρόσωποι των στρατιωτικών, αστυνομικών και δικαστικών αρχών του Πειραιά και της Ναυτιλιακής Κοινότητας.

       Τη Λέσχη Αξιωματικών Λ.Σ. εκπροσώπησε ο Πρόεδρος Αντιναύαρχος – Επίτιμος Α’ Υπαρχηγός Λ.Σ. Πελοπίδας Αγγελόπουλος

Τον επετειακό λόγο της ημέρας, εκφώνησε

η Πλοίαρχος Λ.Σ. (Τ) ΑΡΓΥΡΗ Ειρήνη.

      Διπλή γιορτή ξημερώνει για τους Έλληνες σε όλα τη μήκη και πλάτη της γης.

     25 Μαρτίου 1821: η εμβληματική ημερομηνία της αρχής της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας από τη Μολδοβλαχία έως την Πελοπόννησο και την Κρήτη γίνεται με βάση την ορθόδοξη θρησκεία. Χαρακτηριστικά ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, αναφέρει ότι η 25η Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ορίστηκε ως ημέρα έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης

«ως ευαγγελιζομένη την πολιτικήν λύτρωσιν

του ελληνικού έθνους»

Η ιδέα της εξέγερσης των υποδουλωμένων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Ελλήνων υπέβοσκε πάντα. Εξάλλου όπως ανέφερε ο Αδαμάντιος Κοραής σε επιστολές του,

«οι συμπατριώτες μου είναι αιχμάλωτοι πολέμου

και ποτέ δεν εκβαρβαρώθηκαν»

     Ο σύγχρονος του Κοραή, Ρήγας Βελεστινλής, είναι η μεγάλη προσωπικότητα που συνέλαβε το σχέδιο που θα οδηγούσε στην παλιγγενεσία.

Στους σαράντα πρώτους στίχους του Θούριου του Ρήγα, του πιο διαδεδομένου προεπαναστατικού πατριωτικού ύμνου, εξαίρεται η ιδέα της ελεύθερης ζωής και αντηχεί το προσκλητήριο της επανάστασης σε όλους τους βαλκανικούς λαούς και ιδιαίτερα στους Έλληνες, οι οποίοι δεσμεύονται με ιερό όρκο ότι θα αγωνιστούν, για να ελευθερώσουν το σκλαβωμένο γένος τους.

Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμεν στα στενά,
μονάχοι, σαν λιοντάρια, στες ράχες, στα βουνά;
……

Καλλιό ‘ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή!

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;

……

Ελάτε μ’ έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,

να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν·

Και τότε, με τα χέρια ψηλά στον ουρανόν,

ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν.

«Ω Βασιλεύ του Κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,

στην γνώμην των Τυράννων να μην ελθώ ποτέ!

……..

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο Oυρανός

και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός!»

     Το τραγικό τέλος του Ρήγα και η απήχηση της εθνεγερτήριας φωνής του τον ανέβασαν στο ύψος του πρώτου μάρτυρα και προδρόμου του απελευθερωτικού αγώνα του Ελληνισμού. Οι δύο πόλοι της μακρόπνοης στρατηγικής του, αφενός το «Ως πότε παλικάρια» και το «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή» και αφετέρου το «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά», έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην διεξαγωγή του αγώνα το 1821.

Τα τελευταία του λόγια εξάλλου, λίγο πριν ξεψυχήσει ήταν:

«Έτσι πεθαίνουν οι γενναίοι. Εγώ έσπειρα, άλλοι έρχονται να θερίσουν».

     Το δύσκολο έργο της εξέγερσης του Έθνους ανέλαβε στη συνέχεια η Φιλική Εταιρεία. Η σύσταση της έγινε σε μια ιδιαίτερα δυσμενή για την ελληνική υπόθεση στιγμή. Το 1815 νικήθηκε οριστικά ο Ναπολέοντας και έτσι οι φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, που τροφοδοτούσαν και αναζωπύρωναν το εθνικό φρόνημα των απανταχού Ελλήνων, σκιαγραφώντας το όνειρο του ανεξάρτητου Έθνους, παραμερίστηκαν. Η οργάνωση ιδρύθηκε μυστικά στην Οδησσό της Ρωσίας, το 1814, από τρεις άσημους εμπόρους, τον Εμμανουήλ Ξάνθο, το Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ.

     Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας προχώρησαν στην εγγραφή μελών στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Η μύηση τους στην οργάνωση είχε τη μορφή ιεροτελεστίας, που τη σφράγιζε ο όρκος μπροστά σε ιερέα. Μάλιστα η ορκωμοσία των πρώτων φιλικών στην Οδησσό έγινε στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας που λειτουργεί ακόμη και σήμερα.

«….. Ορκίζομαι οικειοθελώς ενώπιον του αληθινού Θεού ότι θα είμαι για όλη μου τη ζωή απόλυτα πιστός στην Εταιρεία. …… Ορκίζομαι ότι θα τρέφω στην καρδιά μου αδιάλλακτο μίσος κατά των τυράννων της Πατρίδας μου, κατά των οπαδών και κατά των ομοφρόνων τους…. Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς!  Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου……».

     Στη Φιλική Εταιρεία μυήθηκαν πολλοί από τους πρωταγωνιστές του Αγώνα.  

     Στ’ απομνημονεύματά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αναφέρει:

«Κατάλαβα τότε, πως ό,τι κάνουμε θα το κάνουμε μόνοι μας και ότι δεν έχουμε καμία ελπίδα από τους ξένους. Για την Εταιρία μου είπε ο Πάγκαλος**. Έπειτα πέρασε ο Αριστείδης ο Παπάς και ο Αναγνωσταράς μου έφερε γράμμα από την Εταιρία, και τότε άρχισα να κατηχώ κι εγώ διάφορους στην Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά και διάφορους καπεταναίους σπετσιώτικων και υδραίικων καραβιών»

    Την οργάνωση βοήθησε αποφασιστικά και ο μεγαλέμπορος Παναγιώτης Σέκερης, που πρόσφερε μεγάλο μέρος της περιουσίας του.

Το 1820 την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας ανέλαβε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης οπότε και εντάθηκαν οι προετοιμασίες για τη μεγάλη επανάσταση.

Και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνεχίζει στ’ απομνημονεύματά του:

«Στα 1820 έλαβα γράμματα από τον Υψηλάντη για να είμαι έτοιμος, όπως και όλοι οι δικοί μας. Εικοστή πέμπτη Μαρτίου ήταν η μέρα της γενικής επανάστασης».

     Σύμφωνα με τα σχέδια των Φιλικών, η Επανάσταση επρόκειτο να ξεκινήσει ταυτόχρονα στη Μολδοβλαχία και στην Πελοπόννησο. Η Μολδοβλαχία θεωρήθηκε ως ιδανικός τόπος για την ανάφλεξη μιας επαναστατικής εστίας με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας μιας και οι ηγεμονίες της περιοχής, με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1812, είχαν πετύχει ένα καθεστώς αυτονομίας, που δεν επέτρεπε την επέμβαση του σουλτάνου, χωρίς τη συγκατάθεση του τσάρου ενώ παράλληλα είχαν Χριστιανό ηγεμόνα, τον Μιχαήλ Σούτσο, ο οποίος μάλιστα είχε μυηθεί στην Εταιρεία από το 1819. Επιπλέον κατοικούνταν από σημαντικά τμήματα χριστιανικών πληθυσμών. Παράλληλα όμως οι επαναστατικές κινήσεις στη Μολδοβλαχία θα είχαν το χαρακτήρα του αντιπερισπασμού ώστε η επανάσταση στην Πελοπόννησο να βρει σθεναρή αντίσταση λόγω του αποπροσανατολισμού των Τουρκικών στρατευμάτων.

«Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» Η περίφημη προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το Ιάσιο στην έναρξη της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες στις 24 Φεβρουαρίου το 1821 είναι η αναζωπύρωση της φλόγας που θα οδηγήσει στην δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Το θερμό κείμενο αυτής καλούσε όλους τους Έλληνες να ξεσηκωθούν και μιλούσε για τους αγώνες που έκαναν ήδη οι ευρωπαϊκοί λαοί για να διώξουν τους κυρίαρχούς τους.

Ήρθε η ώρα, άντρες Έλληνες! Εδώ και καιρό οι λαοί στην Ευρώπη πολεμούν για τα δικαιώματα και την ελευθερία τους. Οι αδελφοί και φίλοι μας είναι παντού έτοιμοι, οι Σέρβοι, οι Σουλιώτες και όλη η Ήπειρος με το όπλο στο χέρι μάς περιμένει. Ας ενωθούμε λοιπόν μ’ ενθουσιασμό! Η πατρίδα μάς προσκαλεί! […]. Οι φωτισμένοι λαοί της Ευρώπης […], γεμάτοι από ευγνωμοσύνη για όσα καλά τους προσφέρανε οι πρόγονοί μας, επιθυμούν την ελευθερία της Ελλάδας […]. Στα όπλα λοιπόν, φίλοι, η πατρίδα μάς φωνάζει!

     Η Επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες απέτυχε στο πεδίο της μάχης όμως αποδείχτηκε απολύτως επιτυχής στο στρατηγικό της στόχο: να απασχολήσει τις ισχυρές τουρκικές δυνάμεις μακριά από την κυρίως Ελλάδα και να καθησυχάσει τις ανησυχίες τις Οθωμανικής Διοίκησης.

Στην Πελοπόννησο ήδη από τις 21 Μαρτίου οι επαναστάτες κατέλαβαν τα Καλάβρυτα, στις 22 Μαρτίου ο Ανδρέας Λόντος ύψωσε τη σημαία της επανάστασης στη Βοστίτσα, ενώ, στις 23 Μαρτίου η φλόγα της επανάστασης ανάβει στην Πάτρα.

Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στήνει στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου την επαναστατική κόκκινη σημαία με το μαύρο σταυρό και ορκίζει σε αυτή τους αγωνιστές. Την ίδια μέρα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης απελευθερώνουν την Καλαμάτα και κηρύσσουν την επανάσταση στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

    Σύμφωνα με την ιστορικό – βυζαντινολόγο Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, ένα από τα βασικά διδάγματα της επανάστασης του 1821 είναι ότι η ποιότητα νικά πάντοτε την ποσότητα. Αυτό οι ένδοξοι πρόγονοί μας το είχαν δείξει στη Σαλαμίνα και σε όλους τους Περσικούς πολέμους, όμως το 1821, οι άξιοι απόγονοι εκείνων των Ελλήνων και πρόγονοι δικοί μας το έδειξαν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας. Σα μια μεγάλη πυρκαγιά με αναρίθμητες εστίες, η επανάσταση ξεσπά και παρασύρει στο πέρασμά της κάθε αντίσταση. Νικά και νικιέται αλλά δεν καταστέλλεται. Η θυσία του Διάκου στην Αλαμάνα ακολουθείται από τη νίκη του Ανδρούτσου και των 1500 παλικαριών του στο χάνι της Γραβιάς και από την κατάληψη της Τριπολιτσάς από τον Κολοκοτρώνη το Σεπτέμβριο του 1821.

Οι πρώτες αντιδράσεις των Τούρκων ήταν έντονες και είχαν το χαρακτήρα αντιποίνων και τον εκφοβισμό των επαναστατών. Συνέλαβαν στην Κωνσταντινούπολη πολλούς σημαντικούς εκπροσώπους  του γένους του οποίους εκτέλεσαν ενώ κρέμασαν τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ στην Κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, την 10 Απριλίου 1821, ανήμερα του Πάσχα. Από τότε η Κεντρική πύλη του Πατριαρχείου δεν έχει ανοίξει ποτέ ξανά.

     Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στ’ απομνημονεύματά του αποτυπώνει γλαφυρά, στο ακόλουθο διάγγελμα ενός αλβανού πασά της Ηπείρου,  τον τρόμο που είχε αρχίσει να εδραιώνεται μεταξύ των Οθωμανών που έβλεπαν τους ολιγάριθμους Έλληνες να πολεμούν με θάρρος αλλά και θράσος αψηφώντας κάθε κίνδυνο και με σημαία τους το Ελευθερία ή Θάνατος:

«Πασάδες και μπέηδες, θα χαθούμε. Θα χαθούμε! […]. Αυτός ο πόλεμος δεν είναι μήτε με το Μόσκοβο μήτε με τον Εγγλέζο μήτε με το Φραντσέζο. Αδικήσαμε το ραγιά και του πήραμε και τα πλούτη και την τιμή του. Έτσι μαύρισαν τα μάτια του και σήκωσε τα όπλα. Και ο σουλτάνος, ο ανίκανος, δεν ξέρει τι του γίνεται, τον ξεγελάνε εκείνοι που τον τριγυρίζουν. Και αυτή είναι η αρχή, θα χαθεί το βασίλειό μας. Δίνουμε πολλά για να βρούμε προδότη, αλλά κανένας τους δε θέλει να μας μαρτυρήσει το μυστικό, για να μάθουμε αν ο ραγιάς μάς πολεμάει μόνος του ή μαζί με τις Δυνάμεις»

     Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η επανάσταση εξαπλώθηκε σχεδόν παντού. Στη Μακεδονία και τη Σάμο τον Μάιο του 1821, στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία τον Ιούνιο του ιδίου έτους.

Λίγο μετά την έναρξη της Επανάστασης στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα, το ένα μετά το άλλο τα νησιά του αρχιπελάγους άρχισαν να υψώνουν τη σημαία της εξέγερσης. Πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισαν η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά. Ακολούθησαν οι Κυκλάδες, η Κάσος, η Κάλυμνος και η Πάτμος. Η Κρήτη εννοείται ότι δεν έμεινε αμέτοχη σ αυτόν το αγώνα.  

Στην Ανατολή του 1822, την 1η Ιανουαρίου, ψηφίστηκε από την Πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το πρώτο από τα συνταγματικά κείμενα που συντάχθηκαν στη διάρκεια του αγώνα. Το έθνος άρχισε πια ν’ ατενίζει το γλυκοχάραμα της άλλης ημέρας και διακήρυξε στο προοίμιο του προσωρινού πολιτεύματος της Επιδαύρου, με 58 μόλις λέξεις, την πολιτική του ύπαρξη και ανεξαρτησία. 

«Εν ονόματι της Αγίας και αδιαιρέτου Τριάδος, Το ελληνικό έθνος, κάτω από τη φρικτή οθωμανική δυναστεία, δεν μπορούσε πια να υποφέρει την απαράδεκτη τυραννία. Έτσι, και αφού την έδιωξε με μεγάλες θυσίες, κηρύττει σήμερα με τους νόμιμους αντιπρόσωπούς του, σε Εθνική Συνέλευση, «την Πολιτική του Ύπαρξη και την Ανεξαρτησία του».

Στην Επίδαυρο, την 1η Ιανουαρίου, το έτος 1822

και 1ο έτος της Ανεξαρτησίας»

     Με αυτό τον λιτό τρόπο, έγινε προσπάθεια, υπό το φόβο της Ιεράς Συμμαχίας των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, που είχε ως σκοπό να καταπνίξει κάθε επαναστατική ιδέα, να δικαιολογηθεί στα μάτια των Ευρωπαίων ηγεμόνων η επανάσταση. Παράλληλα όμως με το προσωρινό πολίτευμα της Επιδαύρου έγινε προσπάθεια να προκαταληφθούν οι επόμενες γενιές για το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει το ελεύθερο πλέον κράτος. Το δρόμο της ελευθερίας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δημοκρατία.

Κατά το δεύτερο χρόνο του Αγώνα η θυσία του Σουλίου και η σφαγή της Χίου προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις για την αγριότητά τους στον Ευρωπαϊκό χώρο ενισχύοντας όμως έτσι το κίνημα των Φιλελλήνων πολλοί εκ των οποίων επέλεξαν να συνδράμουν, έμπρακτα πλέον, τους επαναστατημένους Έλληνες πολεμώντας μαζί τους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η μορφή του λόρδου Βύρωνα.

     Η αγριότητα των Τούρκων στη σφαγή της Χίου και το άδικο αυτής κατέγραψε ακόμη κι ο ίδιος ο Βαχίτ πασάς στ’ απομνημονεύματα όπου αναφέρει:

«Και εγώ, που είδα με τα μάτια μου όσα έγιναν, ομολογώ ότι οι γκιαούρηδες κάτοικοι του νησιού είχαν πολύ μικρή σχέση με αυτό τον απερίσκεπτο ξεσηκωμό, που τον ξεκίνησαν και ήταν αρχηγοί οι Σάμιοι, οι Ψαριανοί και οι Σπετσιώτες, που ήρθαν με τα καράβια τους και επιτέθηκαν ενάντια στους αθώους Οθωμανούς. Και η τιμωρία που τους βρήκε, το αίμα και τα δάκρυα που χύθηκαν, τα σπίτια που καταστράφηκαν, οι γειτονιές που κάηκαν ολόκληρες, ήταν τιμωρίες πολύ μεγαλύτερες από το έγκλημα της απιστίας τους […]. Όσο κράτησαν οι συγκρούσεις πέθαναν 600 μουσουλμάνοι και άλλοι τόσοι πληγώθηκαν ή τραυματίστηκαν σοβαρά. Αυτό το νούμερο θέλω να πω με περηφάνια ότι το πλήρωσαν με τους 1.109 […] ανώτερους κληρικούς, άρχοντες και άλλους αντάρτες, [τους] 25.000 σκοτωμένους με μαχαίρι και τα 5.000 παιδιά και κοπέλες που έγιναν σκλάβοι»

     Η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων και η πυρπόληση της Τουρκικής ναυαρχίδας που ναυλοχούσε έξω από το λιμάνι της Χίου, από τον Ψαριανό Κωνσταντίνο Κανάρη και τον Υδραίο Ανδρέα Πιπίνο ενίσχυσαν το φρόνημα του λαού και την πίστη των αγωνιστών στην επιτυχία του αγώνα τους. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και το γεγονός ότι στα τέλη του 1822 την τύχη της στρατιάς του Δράμαλη είχε και εκείνη του Κιουταχή και του Ομέρ Βρυώνη με αποτέλεσμα να αποτραπεί η κατάληψη του Μεσολλογίου.

Αξιοσημείωτο, από ναυτικής πλευράς, είναι ότι τον Φεβρουάριο του 1822 έγινε στην Πάτρα η πρώτη εκ παρατάξεως σύγκρουση μεταξύ του Τουρκικού και του Ελληνικού στόλου με τη χρήση αποκλειστικά πυροβόλων. Επικεφαλής του Ελληνικού στόλου ήταν ο Ανδρέας Μιαούλης που έδειξε ξεκάθαρα τη διάθεση των Ελληνικών πληρωμάτων να αντιπαραταχτούν στις υπέρτερες δυνάμεις των Τούρκων.

Η Δύση του 1822, του 1ου έτους της Ανεξαρτησίας όπως είχε οριστεί από την 1η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, προσθέτει στον αγώνα των Ελλήνων ένα ακόμη πολύ σημαντικό πολιτικό γεγονός. Στην Αγγλία την θέση του Υπουργού Εξωτερικών αναλαμβάνει ο φιλέλληνας Τζορτζ Κάνινγκ και έτσι η ισχυρότερη δύναμη στην Ευρώπη εκείνης της εποχής αναγνωρίζει, με τη χαραυγή του 1823 την εμπόλεμη κατάσταση των Ελλήνων.

Δυστυχώς το  τέλος του 1823 βρίσκει την Ελλάδα με δύο Κυβερνήσεις με φυσικό επακόλουθο τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο τον οποίο θα διαδεχτεί εντός του 1824 ο δεύτερος εμφύλιος. Αποτέλεσμα των εμφύλιων συρράξεων ήταν ο θάνατος το πρωτότοκου γιού του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Πάνου Κολοκοτρώνη, διοικητή της φρουράς του Ναυπλίου, η καταρράκωση από τη θλίψη και τον πόνο του Γέρου του Μοριά και εν συνεχεία η φυλάκιση του στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας τον Φεβρουάριο του 1825 και η δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου το Ιούνιου του ίδιου έτους.

     Ο Υδραίος πλοιοκτήτης Γεώργιος Κουντουριώτης που είχε οριστεί ως πρόεδρος του εκτελεστικού, ήτοι πρωθυπουργός κατά μια έννοια, περιγράφει το απόλυτο αδιέξοδο στο οποίο είχε βρεθεί η Ελληνική επανάσταση τρία μόλις χρόνια μετά την εκδήλωσή της με τα ακόλουθα λόγια:

«Δεν δύναμαι να σε περιγράψω εις πόσην ελεεινήν κατάστασην ευρίσκονται τα πράγματα της Πατρίδος. Μ’ έναν λόγον η Πατρίς βρίσκεται εις τον έσχατον κίνδυνον. Τι δρόμον θέλει πιάσει το πράγμα τούτο, ευρίσκομαι εις άκρα αμηχανία»

Οι Τούρκοι την ίδια ώρα αναδιοργανώθηκαν και η σύμπραξη Σουλτάνου και Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου απειλούσε με καταστροφή την επανάσταση. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές με την καταστολή, μετά από πολλές προσπάθειες, κάθε επαναστατικής δύναμης στην Κρήτη από τον Αιγύπτιο διοικητή της τον Μάιο του 1824. Ακολούθησε την ίδια περίοδο η καταστροφή της Κάσσου από τον Αιγυπτιακό στόλο και τον Ιούνιο του ιδίου έτους σειρά είχε η καταστροφή των Ψαρών. Επόμενος στόχος ήταν η Σάμος.

Το καταβεβλημένο φρόνημα των Ελλήνων ανορθώθηκε μετά τη ναυμαχία στον κόλπο του Γέροντα, τον Αύγουστο του 1824, όπου ο Ελληνικός στόλος υπό τον Ανδρέα Μιαούλη κατατρόπωσε τον  Τουρκικό. Αποτέλεσμα ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο Αιγυπτιακός στόλος να απομονωθεί στην Κρήτη και ο Τουρκικός στα Δαρδανέλλια. Η ναυμαχία στον κόλπο του Γέροντα ήταν η μεγαλύτερη σύρραξη στη θάλασσα κατά τη διάρκεια της επανάστασης μεταξύ Ελλήνων και Τουρκοαιγυπτίων.    

     Το 1825 ο τουρκοαιγύπτιος Ιμπραήμ αναδυκνείεται ως νέα απειλή για την επανάσταση των Ελλήνων. Μπροστά στην απειλή των στρατιών του Ιμπραήμ δίνεται χάρη στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη παρόλαυτα όμως η Τριπολιτσά πέφτει στα χέρια του ενώ το Ναύπλιο σώζεται χάρη στην ηρωική προσπάθεια του Μακρυγιάννη σε μια κρίσιμη για τον αγώνα στιγμή. Παρόλαυτα ο Ιμπραήμ παραμένει ισχυρή απειλή για την επανάσταση και αυτό επισφραγίστηκε με την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου  τον Απρίλιο του 1826.

Ο ηρωικός θάνατος των κατοίκων του Μεσολλογγίου όπως και ο ηρωισμός του Καψάλη αναζωπύρωσαν καθοριστικά το πνεύμα του φιλελληνισμού στην Ευρώπη. Μπροστά σε αυτό το μοναδικό στοιχείο των γενναίων της εξόδου οι Γενναίοι και Μεγάλοι των Καιρών αποφάσισαν να επέμβουν διαμεσολαβητικά στο Ελληνικό ζήτημα το οποίο, παρά τα προβλήματα των τελευταίων ετών, κατέχει πλέον κυρίαρχη θέση στις διεθνείς διπλωματικές διεργασίες. Έτσι ανάμεσα στη Ρωσία, την Αγγλία και τη Γαλλία υπογράφθηκαν τα δύο πρώτα πρωτόκολλα της Ελληνικής ελευθερίας. Στις 4 Απριλίου 1826 και στις 6 Ιουλίου 1827. Το δεύτερο πρωτόκολλο προέβλεπε εκτός από την ίδρυση αυτόνομου Ελληνικού Κράτους, την άμεση διακοπή των στρατιωτικών επιχειρήσεων καθώς και μέτρα καταναγκασμού της Υψηλής Πύλης για να το αποδεχτεί.

Η ναυμαχία του Ναβαρίνου, τον Οκτώβριο του 1827, μεταξύ του Στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων και του  Τουρκοαιγυπτιακού στόλου, οδήγησε στην ολοκληρωτική καταστροφή του τελευταίου. Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου αποτελεί τον καταλύτη που επιτάχυνε τις εξελίξεις για την δημιουργία του Ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους.

      Ο Ιωάννης Καποδίστριας, έχοντας οριστεί ως πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος καταφτάνει στην Ελλάδα στις αρχές του 1828 και καταφέρνει με αριστοτεχνικό τρόπο να εκμεταλλευτεί τις διεθνείς σχέσεις και  να οδηγήσει στο πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 03 Φεβρουαρίου του 1830 το οποίο αποτελεί και τη γενέθλια πράξη του Ελληνικού Κράτους.

Η νικηφόρα έκβαση της Επανάστασης οφείλεται μεταξύ άλλων στην υψηλή διακινδύνευση που επωμίστηκαν πολλά μέλη ποικίλων ηγετικών ομάδων των ελληνικών πληθυσμών. Επρόκειτο για διακεκριμένα άτομα, τα οποία ξεκινώντας την Επανάσταση είχαν πολλά να χάσουν.

Μεταξύ αυτών ξεχωριστή θέση κατέχουν οι Έλληνες πλοιοκτήτες και Καπεταναίοι. Παραδοσιακά ναυτικός λαός οι Έλληνες, διέθεταν στις παραμονές της Επανάστασης αξιοσημείωτη εμπορική ναυτιλία. Στα νησιά είχε αναδειχθεί μία δυναμική κοινωνική τάξη πλοιοκτητών και καπεταναίων, ευνοημένη κυρίως από τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) που επέτρεπε σε ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία να εξοπλίζονται και να διακινούνται ελεύθερα. Οι 1.800 ναυτικές οικογένειες από σαράντα νησιά και λιμάνια του Ιονίου και του Αιγαίου τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης είχαν ένα στόλο από 1.000 μεγάλα ποντοπόρα εμπορικά ιστιοφόρα, τον μεγαλύτερο στόλο της Μεσογείου, που εμπορευόταν και στον Ατλαντικό.

     Οι ήρωες της θάλασσας ήταν πρωτίστως πετυχημένοι πλοιοκτήτες και έμποροι, που άκμασαν μεταφέροντας με τα εμπορικά τους πλοία αγαθά από και προς όλα τα λιμάνια της Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας και της Ευρώπης. Ήταν μορφωμένοι, είχαν παραστάσεις αλλά και εκτεταμένο δίκτυο επαφών με εμπόρους, τραπεζίτες, νομικούς και πολιτικούς παράγοντες. Συνέβαλλαν επομένως στη διάδοση του μηνύματος του ξεσηκωμού των Ελλήνων, στην Ευρώπη και τροφοδότησαν το φιλελληνικό κίνημα που ενίσχυσε το αίσθημα δικαίου ως προς τον απελευθερωτικό αγώνα.   

Κατά την Ελληνική Επανάσταση η θάλασσα αποτέλεσε κρίσιμο πεδίο πολεμικής αναμέτρησης όπου διακρίθηκαν ναυμάχοι του επιπέδου ενός Κωνσταντίνου Κανάρη κι ενός Ανδρέα Μιαούλη.

Η προσεκτική μελέτη της Ιστορίας του αγώνα αποδεικνύει ότι χωρίς το ναυτικό η επανάσταση δεν θα είχε επεκταθεί πέρα από την Πελοπόννησο.

Οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις ήταν έτοιμες με την κήρυξη της επανάστασης να διεξάγουν τον θαλάσσιο αγώνα. Η πλειοψηφία των πλοιοκτητών των νησιών του Αιγαίου είχαν σαφή γνώση των σχεδίων της Φιλικής Εταιρείας. Ειδικά στις Σπέτσες και στα Ψαρά η Φιλική Εταιρεία είχε ικανοποιητική δικτύωση μεταξύ μελών των πλοιοκτητικών οικογενειών.

Όλα τα τουρκοκρατούμενα ελληνικά νησιά συμμετείχαν στον Αγώνα συνεισφέροντας άνδρες στα πληρώματα του στόλου, οι οποίοι είχαν εξασκηθεί με την τέχνη του πολέμου στη θάλασσα, και γνώριζαν την τακτική και τις αδυναμίες του αντιπάλου τους. Οι αναμετρήσεις στη θάλασσα με πειρατές και κουρσάρους που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο είχαν εξασκήσει τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων στην τακτική του πολέμου και κυρίως του αιφνιδιασμού. Με πλοία αρματωμένα για να προστατευτούν από τους πειρατές της εποχής, είχαν αποκτήσει εμπειρίες σε συγκρούσεις και η κυριαρχία τους στην θάλασσα, ειδικά τα πρώτα χρόνια του Αγώνα, έδωσε σημαντικές ανάσες στις πολεμικές επιχειρήσεις της στεριάς.

Έτσι,  τα εμπορικά «σιταροκάραβα» της Υδρας, των Σπετσών, των Ψαρών, της Κάσου αποτέλεσαν τον πυρήνα του πολεμικού στόλου της Επανάστασης, ενώ οι πλοιοκτητικές οικογένειες αποτέλεσαν από τους βασικότερους χρηματοδότες της. Οι στόλοι των νησιών μετέφεραν το επαναστατικό κλίμα στους υπόδουλους νησιώτες, ανεφοδίασαν ελληνικά φρούρια και προπαντός δεν επέτρεψαν στους Τούρκους να μεταφέρουν στρατό και εφόδια στις επαναστατημένες ελληνικές περιοχές. Τα εμπορικά πλοία μετατράπηκαν σε πολεμικό ναυτικό. Με επιθετική στρατηγική, κατόρθωσαν να ελέγξουν τους θαλάσσιους δρόμους, να αποκλείσουν στα Στενά των Δαρδανελλίων τον ογκώδη οθωμανικό στόλο, να επιβάλουν και να διασπάσουν πολιορκίες και να προκαλέσουν αντιπερισπασμό σε καίριας σημασίας χερσαίες εκστρατείες.

Οι σπουδαίοι αγωνιστές της θάλασσας έχοντας ήδη ζηλευτή αυτονομία, πλούτη και επιρροή θα μπορούσαν να παραμείνουν αμέτοχοι στον Αγώνα όμως επέλεξαν να εμπλακούν και να διαθέσουν τα πλοία, τα πλούτη και τη ζωή τους υπέρ της απελευθέρωσης της Ελλάδας. Δυστυχώς οι περισσότεροι τα έχασαν όλα: στόλο, πλούτη και στις περιπτώσεις των αγωνιστών της Κάσσου, της Χίου και των Ψαρών, ακόμα και την πατρίδα τους.

Το βασικότερο όπλο των Ελλήνων θαλασσομάχων ήταν το πυρπολικό, με το οποίο οι αγωνιστές προκαλούσαν σοβαρές ζημιές και κυριολεκτικά τρομοκρατούσαν τους αντιπάλους τους, ενώ οι ναυτικές μας δυνάμεις με επικεφαλής τον Υδραίο ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη αντιμετώπιζαν με επιτυχία τον τουρκικό στόλο, τρέποντάς τον σε φυγή σε πολλές ναυμαχίες.

Δυστυχώς η ελληνική κυριαρχία στη θάλασσα υποχώρησε λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, της εμφύλιας σύρραξης (1824-1825) και της επέμβασης του οργανωμένου και εμπειροπόλεμου αιγυπτιακού στόλου.

‘Ήταν η στιγμή που απειλήθηκε πραγματικά η επανάσταση του 1821. Όπως όμως κάθε μεγάλη αξία έτσι κι αυτή έπρεπε να δοκιμαστεί για να δείξει πόσο βαθιά ριζωμένη ήταν στην ψυχή των επαναστατημένων Ελλήνων, για να δείξει στα πέρατα του γνωστού κόσμου ότι σαν ιδέα άξιζε να ζήσει και να εδραιωθεί μετουσιούμενη στο Ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος. Με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου τον Οκτώβριο του 1827 το όνειρο επιτέλους άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.

Ο ξεσηκωμός των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Οθωμανού δυνάστη για ελευθερία και αυτοδιάθεση το 1821, υπήρξε το πιο σημαντικό γεγονός στην ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Η Ελληνική Επανάσταση ήταν η αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας, καθώς πέτυχε την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους και συνεπώς την παρουσία της Ελλάδας, ύστερα από έλλειψη αιώνων, στον πολιτικό χάρτη του κόσμου.

Με την επανάσταση του 1821, οι Έλληνες γίνονται οι άξιοι απόγονοι των Ελλήνων της αρχαίας Ελλάδας, των ηρώων της Σαλαμίνας και εκείνων που κατατρόπωσαν όλες τις Περσικές δυνάμεις αποδεικνύοντας για πρώτη φορά ότι η ποιότητα κερδίζει πάντα την ποσότητα. Παράλλλα όμως η Ελλάδα γίνεται ένα μέρος της Ευρώπης. Από το 1821 το δίλλημα αν η Ελλάδα ανήκει στην Ανατολή ή στη Δύση έχει πια απαντηθεί. Η Ελλάδα ανήκει στη Δύση. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη. Και το 1821 αυτό το έκανε πραγματικότητα.

Τι κράτησε όμως ζωντανή την επανάσταση του 1821;

     Ο διακεκριμένος Βρετανός Ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, συγγραφέας και επιμελητής πολλών βιβλίων με αντικείμενο την ελληνική ιστορία, απαντάει: «Η ανθεκτικότητα της Ελληνικής κοινωνίας» και διευκρινίζει: «Το 1823 με τις εσωτερικές εμφύλιες διαμάχες και αργότερα με την εκστρατεία του Ιμπραήμ πασά, η Ελληνική επανάσταση βρέθηκε πολύ κοντά στο να εκπνεύσει. Πως κρατήθηκε όμως η φλόγα ζωντανή μέχρι τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου του 1827; Ποιος έδωσε χρόνο στην Ευρώπη να αντιδράσει στην πολιορκία του Μεσολογγίου; Ο απλός λαός καταλήγει ο Μαζάουερ.  

Σύμφωνα με τον ιστορικό, ο παράγοντας της αντοχής που επέδειξαν οι Έλληνες του ’21 μπροστά στις κακουχίες και τον πόνο του αγώνα, αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της ιστορικής σημασίας της Ελληνικής Επανάστασης. «Δεν είναι ότι απλά πυροδοτήθηκε μία επανάσταση, είναι ότι αυτή συνεχίστηκε περισσότερο απ’ ό, τι περίμενε ο οποιοσδήποτε, περισσότερο απ’ ό, τι περίμενε ο σουλτάνος, περισσότερο απ’ ό, τι περίμεναν οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες, περισσότερο ακόμη κι απ’ ό, τι περίμεναν πολλοί από τους ήρωες της επανάστασης», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Από αυτόν τον αγώνα προέκυψε μία τελείως διαφορετική κοινωνία από εκείνη που υπήρχε προεπαναστατικά, ένα ευρωπαϊκό κράτος με θεσμούς και νόμους, το οποίο κατάφερε να δημιουργηθεί σε τόσο λίγα χρόνια λόγω της επαναστατικής διαδικασίας που συντελέστηκε. Για το λόγο αυτό όταν μιλάμε για το 1821 μιλάμε για επανάσταση και όχι για πόλεμο.

Παρότι η πληθώρα στόχων, επιδιώξεων και ιδεών είναι φυσική σε κάθε επανάσταση, ο Μαζάουερ τονίζει ότι σταδιακά κατέστη κυρίαρχη η αντίληψη περί απόλυτης ταύτισης ελληνικότητας και χριστιανοσύνης, με την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας να την διαχέει στους σκλαβωμένους πληθυσμούς μέσω των συνταγματικών της κειμένων και των πολιτικών της διακηρύξεων. Τη δεκαετία του αγώνα συνετελέσθη μία ταχεία αλλαγή στην ψυχοσύνθεση των υπόδουλων Ελλήνων, οι οποίοι εκ των υστέρων θα αντιλαμβάνονταν ως απολύτως ενιαία την ελληνική και χριστιανική τους ταυτότητα.

Είναι γνωστό πως η ελληνική πλευρά αυτής της ταυτότητας ήταν αυτή που κινητοποίησε πολλούς Ευρωπαίους να συνδράμουν την επανάσταση. Εντούτοις, όπως τονίζει ο Βρετανός πανεπιστημιακός, παρότι ισχυρό σε ορισμένους ευρωπαϊκούς κύκλους από την αρχή του ξεσηκωμού, το ρεύμα του Φιλελληνισμού δεν ακούμπησε τις μεγάλες δυνάμεις σε επίπεδο ηγεσιών παρά μόνο όταν έγινε σαφές ότι «οι Έλληνες αντέχουν και δεν θα υποχωρήσουν», συνειδητοποίηση που επέβαλε σε διεθνές επίπεδο το αίτημα τους για εθνική ανεξαρτησία. Το γεγονός αυτό, ο Μαζάουερ το χαρακτηρίζει ως «τον πρώτο θρίαμβο του εθνικισμού και του αιτήματος για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου έθνους κράτους στον κόσμο», τονίζοντας την ιστορική του σημασία.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ» ήταν η περίφημη επαναστατική προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη τον Φεβρουάριο του 1821 με την οποία εκκίνησε η Ελληνική επανάσταση. Και απευθείας σκιαγραφούνται τα χαρακτηριστικά της Ελληνικής ταυτότητας, υπογραμμίζονται και διαγγέλλονται οι αξίες του Ελληνικού Έθνους και η κινητήριος δύναμη της επανάστασης. Διόλου τυχαίο εξάλλου ότι τα κείμενα της εποχής μιλάνε για το Χριστιανικό Έθνος.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του 1821 είναι η πεμπτουσία της νεώτερης ιστορίας μας, που πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζουμε, γιατί τότε και μόνον τότε θα καταλάβουμε σε όλο το πλάτος και το βάθος το μεγαλείο του λαού μας και την αξία της πατρίδας μας. Μόνο μέσα από την γνώση της ιστορίας μας θα είμαστε διαρκώς έτοιμοι να επαναξιολογούμε και να επανακτούμε όταν απαιτείται την τόσο αναγκαία εθνική μας αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή μας ως λαός.

«Φως της αλήθειας, μάρτυρας των καιρών, δάσκαλος της ζωής, είναι η ιστορία», επέμενε ο Κικέρωνας.

«Τα μέλλοντα είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος όμοια με όσα έχουν γίνει», ισχυριζόταν ο Αριστοτέλης

«Ένας λαός που δεν ξέρει την ιστορία του είναι υποχρεωμένος να την ξαναζήσει με όλη την οδύνη, την δυστυχία και τα πισωγυρίσματα που μπορεί να σημαίνει αυτό», έλεγε ο ισπανός φιλόσοφος Σανταγιάνα.

     Η ιστορία αναδεικνύει ότι οι έλληνες δεν παραιτήθηκαν ποτέ από την επιθυμία να δουν όλο το Έθνος ενωμένο κάτω από ένα ενιαίο, δημοκρατικό και κυρίαρχο Κράτος! Γι’ αυτό και θα μπορούσαμε να πούμε ότι το 1821 ήταν η αρχή της περιπέτειας για την κατάκτηση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, μιας περιπέτειας που θωρώντας την σε όλο της το βάθος, αναρωτιέσαι αν τελείωσε ποτέ αυτή η επανάσταση και πότε. Εξάλλου πότε μπορεί ή πρέπει να σταματήσει ο αγώνας και η αγωνία ενός λαού προκειμένου να κατακτήσει την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ισότητα, την ανεξαρτησία, την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη;

     Το κράτος συστήθηκε, απέκτησε οντότητα, σύνταγμα, φωνή. Το Έθνος όμως πρέπει να μείνει ψηλά, καταρχήν στη συνείδηση του καθ’ ενός μας και κατ’ επέκταση στην παγκόσμια συνείδηση και αυτό απαιτεί συνεχή προσωπική και συλλογική δουλειά. Τα διδάγματα των προγόνων μας πρέπει να είναι οι ύμνοι που θα γαλουχούν τις νέες γενιές.  Εξάλλου η εθνικοαπελευθερωτική ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ενός λαού, είναι μια υπόθεση συγκλονιστική, που δεν μπορεί να έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Τα γεγονότα που οδηγούν σε μια επανάσταση σε πάνε βαθιά στην ιστορία του λαού και από την άλλη διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις και το εφαλτήριο για το μέλλον του.

Χρέος δικό μας είναι να μην σβήσει ποτέ μέσα μας το Ελληνικό πνεύμα που οδήγησε στην επανάσταση του 1821.

Χαρακτηριστικά τα λόγια στο τετράστιχο του Κωστή Παλαμά για τους στρατιώτες του 1940:

«Αυτό το λόγο θα σας πω Δεν έχω άλλο κανένα

Μεθύστε με τ’ αθάνατο Κρασί του 21»

Όλη η δόξα όλη η χάρη! Άγια μέρα ξημερώνει!

και τη μνήμη σου το Έθνος, χαιρετά γονατιστό.

Ζήτω το Έθνος

Ζήτω η 25η Μαρτίου